Εδώ που τα λέμε διακόσια χρόνια δεν είναι και τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ειδικά όταν πρέπει να διανύσεις μια ιστορική απόσταση για να φτάσεις στο ίδιο σημείο όπου βρίσκονται άλλοι λαοί ύστερα από πέντε και έξι αιώνες ιστορίας. Μπορεί ο Βησσαρίων να τροφοδότησε την Αναγέννηση με τα αρχαία χειρόγραφα που πούλησε στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, όμως οι συμπατριώτες του δεν την έζησαν.

Ο δε Διαφωτισμός ήρθε ως είδος εισαγόμενο και μάλιστα σε μια γλώσσα, την καθαρεύουσα, που μιλούσαν μόνον οι εκλεπτυσμένοι λόγιοι. Είδος εισαγόμενο που σκόνταψε στο φράγμα μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία ήθελε πάντα να ελέγχει την παιδεία με την προσήλωσή της στους κανόνες και στο σχήμα, τα δύο οχυρά που την προστάτευαν από την πραγματικότητα των καιρών. Η επιρροή της νοοτροπίας της ήταν τόσο βαθιά που ακόμη και η σχέση με την αρχαία ελληνική σκέψη στον σύγχρονο ελληνισμό έπεσε στα χέρια των φιλολόγων, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση αναπαρήγαν τους γλωσσικούς κανόνες.

Ο ελληνικός 19ος αιώνας έβγαλε σημαντικούς φιλολόγους, όμως δεν έβγαλε φιλοσόφους. Εβγαλε και μερικούς μεγάλους συγγραφείς, οι οποίοι όμως κρίνονταν από τις λούπες των φιλολόγων. Οσο για το υβρίδιο που ονομάστηκε κράτος και γεννήθηκε με εμβρυουλκό, αυτό γιγαντωνόταν ως υβρίδιο σε έναν κόσμο που άλλαζε. Για να μεγαλώσει, κατάπινε και κατέστρεφε κομμάτια του ελληνισμού. Για να προσαρμοσθεί, πάλευε να μιμηθεί τους τύπους, τους κανόνες και το σχήμα των σύγχρονων κρατών, γιατί έτσι προστατευόταν κι αυτό, μαζί με την Εκκλησία του από την πραγματικότητα.

Διακόσια χρόνια δεν είναι πολλά, ειδικά για έναν λαό του οποίου ο φαντασιακός ορίζοντας εκτείνεται ώς την πιο βαθιά αρχαιότητα. Να παραδεχθούμε πως είναι αρκετά για να φτάσεις στο όριο της ιστορικής εφηβείας; Γιατί εδώ που τα λέμε όταν η Ελλάδα μπήκε στην Ευρώπη την υποδέχτηκαν ως έναν μάλλον χαριτωμένο και λίγο φασαριόζο έφηβο, με τη Μελίνα να ζητάει τα Ελγίνεια και τον λαό της να φωνάζει ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». Την υποδέχθηκαν όμως μετά βαΐων και κλάδων, όπως και η Ελλάδα υποδέχθηκε την ένταξή της με την ανακούφιση που αισθάνεται κάποιος που έφτασε στο τέλος μιας μακράς πορείας.

Οσοι εξακολουθούν να βγάζουν λυρικές κορόνες περί ιδιοπροσωπίας κάνουν πως δεν βλέπουν ότι από την πρώτη στιγμή που έκλαψε το νεογέννητο προς την Ευρώπη είχε στραμμένο το βλέμμα του. Κι αν σήμερα ο έφηβος περνάει μια πρώτης τάξεως υπαρξιακή κρίση είναι γιατί η ίδια η Ευρώπη περνάει κρίση. Πίστευε πως θα οικοδομήσει έναν πολιτικό οργανισμό χωρίς τη δοκιμασία των κρίσεων, τον πειρασμό της διάλυσης ή τις απαραίτητες ήττες.

Διακόσια χρόνια δεν είναι πολλά. Είναι όμως αρκετά για να μπορέσει ένας λαός να συνειδητοποιήσει ποιες είναι οι αναπηρίες της οργάνωσής του και ποιες αγκυλώσεις τον εμποδίζουν να τις ξεπεράσει. Είναι αρκετά για να συνειδητοποιήσει πως κανένας πολιτικός λόγος, από όπου και να προέρχεται, δεν μπορεί να τον βοηθήσει αν αρκείται στην παπαγαλία των κανόνων και των σχημάτων μιας δημοκρατίας που ποτέ δεν αφομοιώθηκε από την κοινωνία. Η καθημερινότητα δεν αντιμετωπίζεται με σχήματα λόγου. Αυτό σκέφτηκα προχθές βλέποντας τους συμπολίτες μας που συνωστίζονταν στις στάσεις, θύματα της Καταστροφής του 2013.