Το Διάταγμα «περί συστάσεως του Πανεπιστημίου» του 1837 περιλαμβάνει, όπως ήταν φυσικό, και τις επιστήμες ή «επιστήμες» που θα προσφέρονταν στους νέους σε ανώτατο επίπεδο· αυτές θα ήταν κατανεμημένες σε τέσσερις σχολές· facultes διευκρινίζεται. Οι τέσσερις αυτές σχολές περιγράφονται, και ονομάζονταν, έτσι:

«Α. Την των γενικών επιστημών ως φιλοσοφίας, φιλολογίας, μαθηματικών και φυσικών επιστημών, ιδίως δε χημείας, φυσικής, αστρονομίας, των διαφόρων μερών της φυσικής ιστορίας, γεωγραφίας, καταστατικής και ιστορίας με τας βοηθητικάς επιστήμας αυτών.

Β. Την της Θεολογίας.

Γ. Την της Ιατρικής.

Δ. Την των νομικών και πολιτικών επιστημών».

Σκοπός μου στο σημερινό σημείωμα δεν είναι να μιλήσω για το Πανεπιστήμιο αλλά για την Ιστορία· να δω –να δούμε μαζί –αυτή τη Σχολή «Γενικών Επιστημών», όπου η Ιστορία είναι τελευταία στην κατάταξη, το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας τελικά και τις νοοτροπίες που αυτό καλλιεργεί και εκπέμπει.

Το πρώτο το είπαμε: ανάμεσα στις ένδεκα γενικές επιστήμες η Ιστορία κατατάσσεται ενδέκατη! Το δεύτερο το υποθέτουμε ή και το φανταζόμαστε· ιδιαίτερα εμείς οι μεγαλύτεροι, που κάμποσα απ’ αυτά που λέγονται εδώ τα προλάβαμε και τα ζήσαμε στα σχολεία μας. Εννοώ: όπως η «γενική επιστήμη» Γεωγραφία ήταν να απαντήσουμε ποια είναι η πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας ή σε ποιο νομό βρίσκεται το όρος Λυκόδημον και όπως η «γενική επιστήμη» φυσική ιστορία, δηλαδή η φυτολογία, η ζωολογία κ.λπ., πρόσφερε τη γνώση αν η πατάτα ήταν φυτό μονοκοτυλήδονο ή δικοτυλήδονο, ή τη γνώση σε τι περιοχές ζουν τα αγριογούρουνα, έτσι και η «γενική επιστήμη» Ιστορία δεν ήταν άλλο από το «πότε έγινε η μάχη του Μαραθώνα;» ή «ποιος ήταν αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη των Δερβενακίων;»!

Πολύ αργότερα, προς το τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ού, κάποιοι αλλιώτικοι ίσως καθηγητές ξαμολύθηκαν στα μοναστήρια για να βρουν κάτι παρασελίδιες σε εκκλησιαστικά βιβλία σημειώσεις και να μάθουν ότι το 1786 έγινε φοβερός σεισμός στην Καλαμάτα!

Ωσπου φτάσαμε στα μέσα του 20ού αιώνα, λίγο μετά στα δικά μου φοιτητικά χρόνια, όπου ο κύριος καθηγητής της αρχαίας Ιστορίας –προηγουμένως καθηγητής της Γυμναστικής στο Γυμνάσιο Ναυπλίου –καθώς εδίδασκε τη δεύτερη εκστρατεία των Περσών μάς είπε ότι αρχηγοί τους ήταν ο Δάτις και, «με συγχωρείτε, ο άλλος μου έρχεται γερμανιστί»! –του «ήρχετο» λοιπόν γερμανιστί, μόνον που γερμανιστί «ο άλλος» λέγεται Artafernis και δεν θα μπορούσε να λέγεται αλλιώς!

Τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης και παρά την όποια ανάπτυξη της κοινωνίας. Γιατί στα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος –μαζί με άλλους της δεκατίας του 1850 και της πρώτης συστηματικής ιστοριογραφίας -, ο οποίος στο πολύτομο έργο του προσπάθησε να αποδείξει ότι το μεσαιωνικό Βυζάντιο της φεουδαρχίας ήταν ένα ελληνικό κράτος, συνέχεια της ελληνικής αρχαιότητας, και ότι ο νέος Ελληνισμός ήταν συνέχεια και των δύο· και της ελληνικής αρχαιότητας και του ελληνικού Βυζαντίου.

Ετσι, το όποιο ενδιαφέρον για την Ιστορία –και την ιστοριογραφία –μετατοπίστηκε προς την πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση με κεντρικό ζήτημα το «περί αδιαλείπτου συνεχείας του Ελληνισμού»! Μια αντιπαράθεση που θα συμβαδίσει με την άλλη, της Μεγάλης Ιδέας και της αλυτρωτικής της εκδοχής, και θα κρατήσει δέσμια κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη της χώρας για τρεις-τέσσερις δεκαετίες.

Και αυτά παρά τον «άλλο δρόμο», τον ψύχραιμο, τον ήμερο, στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας που έδειχνε η τετράτομη «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Σπυρίδωνος Τρικούπη, που γράφτηκε και εκδόθηκε τα ίδια χρόνια με την «Ιστορία του ελληνικού έθνους» του Κ. Παπαρρηγόπουλου.

Η προσπάθεια του Γιάννη Κορδάτου να ανατρέψει το σχήμα Παπαρρηγόπουλου και να το αντικαταστήσει με μια άλλη αντίθεση, αυτήν της ταξικής πάλης, μπορεί να τροφοδότησε την ιδεολογία του ισχυροποιούμενου ΚΚΕ, στην επιστημονική όμως ιστοριογραφία που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960 δεν χρησίμευσε.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.