Επειδή δεν είμαι εξοικειωμένος με τα ήθη της βρετανικής αριστοκρατίας, παρακολουθώ με ανθρωπολογικό ενδιαφέρον τα όσα διαδραματίζονται στον «Πύργο του Ντάουντον». Και δεν παύω να εκπλήσσομαι από το δράμα του λεκιασμένου φράκου που προκαλεί την ίδια ένταση με τον έρωτα της ωραίας Σίμπιλ για τον υποδεέστερο σοφέρ, την εμμονή των κυρίων και των κυριών στην τιμιότητα της συμπεριφοράς καθώς και τη νομιμοφροσύνη και την πίστη στο καθημερινό τελετουργικό που επιδεικνύει το υπηρετικό προσωπικό.

Σκέφτομαι δε πως το ανθρώπινο είδος στο οποίο ανήκαν όλοι αυτοί είναι ιδιαιτέρως ανθεκτικό στις κακουχίες. Αποκλείεται να μην ξεπάγιαζα αν ζούσα σ’ αυτούς τους τεράστιους και ελλιπώς θερμαινόμενους χώρους και δεν νομίζω ότι θα γονάτιζα ποτέ στο χιόνι για να ζητήσω το χέρι της εκλεκτής μου, ακόμη κι αν αυτή, όπως η ωραία Μαίρη, άφηνε τους απαλούς της ώμους απροστάτευτους απέναντι στις παγωμένες νιφάδες.

Θάρρος, τιμή, αξιοπρέπεια, αυτοπεποίθηση, και οι κακοί εκτός. Ουδεμία σχέση με τους φθονερούς και αιμοβόρους προγόνους τους, οι οποίοι αλληλοσφάζονταν επί σκηνής στις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Θυμάμαι επίσης κάποιον δικό μας διανοητή ο οποίος υποστήριζε, όσο η Ελλάδα απολάμβανε τις χρυσές δεκαετίες της, πως εμείς δεν χρειάζεται να διακρίνουμε ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους λαιμοδέτες για να αποδείξουμε πως είμαστε αριστοκράτες. «Το είμεθα» εκ φύσεως, που λένε. Και σαν τους βρετανούς ομολόγους μας δεν πτοούμεθα που τα κάναμε μούσκεμα στα οικονομικά, τι σόι αριστοκράτες θα ‘μασταν. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να μη χάσουμε την ιδιοκτησία που μας παρέδωσαν οι πρόγονοί μας και τώρα αδυνατούμε να τη συντηρήσουμε –για το κρύο δεν λέω τίποτε, γιατί είναι παροδικό.

Οταν είδα προχθές στη δημόσια τηλεόραση πώς τα Θεοφάνια εορτάσθηκαν στην Ελλάδα και στον κόσμο, όπου τον ρόλο του κόσμου τον ανέλαβε η Κωνσταντινούπολη, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό είναι πως ό,τι κι αν γίνει δεν πρόκειται να το βάλουμε κάτω. Οσο το γένος διατηρεί την αυτοπεποίθησή του, όσο δεν χάνεται η πίστη πως η χώρα είναι ο ομφαλός της Γης, τίποτε δεν πρόκειται να πάει χαμένο. Γι’ αυτό και δυσκολεύομαι να αντιληφθώ όσους υποστηρίζουν πως η χώρα πρέπει να ανακτήσει την αξιοπιστία της και ότι οφείλουμε όλοι να συνεισφέρουμε στην αποκατάσταση των ερειπίων. Δεν νοείται αριστοκρατία χωρίς ερείπια. Κι αυτό το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους οι διάφοροι ιππότες του συνδικαλισμού, οι πάσης φύσεως ελληναράδες, αριστεροί τε και δεξιοί, καθώς και όσοι από την πολιτική τάξη κηρύττουν την κοσμοθεωρία του «σ’ όποιον αρέσουμε». Θα σφαχτούμε μεταξύ μας, θα αλληλοφαγωθούμε, όμως το Ντάουντον θα το σώσουμε. Δεν θα το παραδώσουμε στους τοκογλύφους. Δεν θα αφήσουμε σε ξένα χέρια την αβάσταχτη ελαφρότητα της πολιτικής μας αριστοκρατίας, η οποία ονειρεύεται αναπτύξεις και ξυπνάει στην υπανάπτυξη του μαστόδοντου που ακούει στο όνομα «ελληνικό Δημόσιο». Δεν θα αφήσουμε να πέσουν σε ξένα χέρια ούτε η γραφειοκρατία των ηλιθίων ούτε η τυπολατρία των πιστοποιητικών με το εθνόσημο, ούτε τα ερείπια της εκπαίδευσης ούτε… ούτε… ούτε… Το Ντάουντον θα το σώσουμε.