Τι θα ήθελε ο Οσκαρ Ουρίμπε Βάργκας για την παραμονή των Χριστουγέννων; «Ενα υπνωτικό, το πιο δυνατό, ώστε για δώδεκα ώρες να ξεφύγω από τον κόσμο της ευτυχίας των άλλων», λέει αυτός ο 59χρονος κολομβιανός κλέφτης. Είναι υπέρβαρος, διαβητικός, χωλός και με καρκίνο του προστάτη, όμως στη διάρκεια της ζωής του έχει κλέψει κάθε είδους αντικείμενα. Κατέχει επίσης ένα ρεκόρ: έχει φυλακιστεί 72 φορές στις φυλακές της Κολομβίας.

Ο Ουρίμπε Βάργκας είναι κλέφτης σε σημείο ψυχαναγκασμού. Από τότε που θυμάται, κλέβει ό,τι βλέπει μπροστά του –υπολογιστές, κινητά, στιλό, αριθμομηχανές, μπλοκ επιταγών, ρολόγια, ομπρέλες, αναπτήρες, ραδιόφωνα, χρήματα. Αρχισε τη σταδιοδρομία του από τα σχολικά θρανία κλέβοντας μολύβια και τετράδια των συμμαθητών του. Οι δάσκαλοι τον απέβαλαν από το σχολείο και οι γονείς του ήταν απελπισμένοι. Στην αρχή η οικογένεια τον βοήθησε, ο πατέρας του, διευθυντής σε μια επιχείρηση οινοπνευματωδών, και ο θείος του τον έβγαλαν έντεκα φορές από τη φυλακή, όμως τη δωδέκατη τους ζήτησε να τον αφήσουν ήσυχο. «Οι κλοπές είναι η θρησκεία μου», τους είπε. «Η εργασία είναι μια αμαρτία που δεν θα διαπράξω ποτέ. Μην ξοδεύετε πια χρήματα στους δικηγόρους και ξεχάστε με». Κι εκείνοι το έκαναν…

Εμαθε τις κολομβιανές φυλακές σαν την τσέπη του. Και πλήρωσε για όλα τα εγκλήματά του –εκτός από το μεγαλύτερο. Σε μια περίοδο που είχε παραμείνει καιρό εκτός φυλακής, γνώρισε μια γυναίκα, την παντρεύτηκε, απέκτησε μαζί της πέντε παιδιά και έζησαν μαζί 23 χρόνια. Τη σκότωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, επειδή την έπιασε με άλλον άνδρα. Μετά μπούκαρε σε μια τράπεζα, έκλεψε 24 εκατ. πέσος, πήρε ένα ταξί και πήγε στη μεγαλύτερη κόρη του, στην πόλη Μπουκαραμπάνγκα. Της έδωσε 23 εκατ. πέσος για να αγοράσει σπίτι, της είπε ότι πριν από μερικές ημέρες είχε δολοφονήσει τη μητέρα της και επέστρεψε στην Μπογκοτά και πάλι με ταξί. Ουδέποτε λογοδότησε γι’ αυτόν τον φόνο. Στην Κολομβία, η πιθανότητα να καταδικαστεί ένας κατηγορούμενος για οποιοδήποτε έγκλημα είναι 20%, ενώ για τις ανθρωποκτονίες οι πιθανότητες πέφτουν στο 3%…

Οταν βγαίνει από τη φυλακή, ο Ουρίμπε Βάργκας μένει σε πανσιόν και ζει πουλώντας τη λεία από τις κλοπές του στα ενεχυροδανειστήρια του Καράκας. Ξοδεύει τα χρήματά του στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, στο φαγητό και στις πόρνες. Καθώς μεγαλώνει, οι κλοπές γίνονται ολοένα και δυσκολότερες. Και δεν έχει κανέναν. Ο πατέρας του πέθανε όσο ήταν φυλακισμένος, η μητέρα του τού επέστρεφε τα δώρα που της έστελνε. «Θα τα δεχτώ μόνο την ημέρα που θα ξέρω ότι δουλεύεις πραγματικά», του είχε πει… Τα παιδιά του δεν του συγχώρησαν ποτέ τον φόνο της μητέρας τους. Γι’ αυτό, τα Χριστούγεννα, το μόνο που θέλει είναι να δραπετεύει από την «ευτυχία των άλλων»…