Αξιζε η Ελλάδα την ΟΝΕ;

«Η ελληνική κοινωνία έζησε τον εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας ως μια λαίλαπα για την οποία δεν είχε προειδοποιηθεί», γράφει στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου του ο Κώστας Σημίτης. «Για την κοινή γνώμη, οι αιτίες της κατάρρευσης παραμένουν αδιευκρίνιστες. Οι πολιτικές παρατάξεις μετέθεσαν η μία στην άλλη τις ευθύνες. Η πλειονότητα των πολιτών στράφηκε κατά των κομμάτων και του κομματικού συστήματος. Ο θυμός, ο φόβος, η εχθρότητα, ο λαϊκισμός και οι κοινωνικές διαμαρτυρίες κυριάρχησαν. Η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν διευκόλυνε τη λύση. Ενα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας θεώρησε την Ενωση υπεύθυνη για τη διαρκή επιδείνωση των συνθηκών. Ενα άλλο υπερασπίστηκε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και επιμένει σε αυτήν».

Είναι, εμφανέστατα, υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας και, επιπλέον, υπέρ της εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εκτιμά ότι για τη μεγέθυνση του ελληνικού προβλήματος, η μετατροπή του σε μείζον ευρωπαϊκό, απειλητικό δηλαδή για την ίδια την ευρωπαϊκή συνοχή, δεν είναι άμοιρη η Ευρώπη.

Ωστόσο, τεκμηριώνει ότι όλα άρχισαν από εδώ, από την Ελλάδα. Και μολονότι είναι διακριτικός ως προς τη χρήση των ονομάτων, αποδίδει σοβαρότατες ευθύνες στους δύο πρωθυπουργούς που ακολούθησαν τον ίδιο στην ηγεσία της χώρας, τον Κώστα Καραμανλή και τον Γιώργο Παπανδρέου.

Πριν ωστόσο αρχίσει να αναπαριστά τα επεισόδια και τις πολιτικές που βαθμιαία οδήγησαν τη χώρα στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα, ο Κώστας Σημίτης επιχειρεί να καταρρίψει ένα από τα πιο διαδεδομένα επιχειρήματα για την Ελλάδα –το επιχείρημα που θέλει τη χώρα να μπαίνει στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) περίπου χαριστικά και με χαλκευμένα στοιχεία. Κάνοντας αυτό που ήξερε να κάνει μεθοδικά, για το οποίο άλλωστε σε μια χώρα που παράγει μόνο «οραματιστές» τού είχαν προσάψει τη μομφή του «λογιστή», βγάζει το μπλοκάκι των λογαριασμών και αρχίζει το μέτρημα.

«Με όποιο τρόπο κι αν μετρηθούν οι δημοσιονομικές επιδόσεις (ταμειακό ή εθνικολογιστικό)», γράφει, «το κρατικό έλλειμμα μειώθηκε κατά δέκα εκατοστιαίες μονάδες, από 12,5% του ΑΕΠ το 1993, σε 2,5% το 1999, έτος με τα οικονομικά στοιχεία του οποίου ελήφθη η απόφαση συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη». Προσθέτει μάλιστα πως, παρότι δημοσιονομικά τα πράγματα ήταν πολύ ζορισμένα το διάστημα του 1990, βελτιώθηκε εντυπωσιακά ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκείνη την περίοδο: «Από αρνητικός το 1993, ανέβηκε σε 4% στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ενώ διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα μέχρι το 2007». Επιπλέον, η μείωση του πληθωρισμού και η σταθεροποίηση προσέλκυσε ξένα κεφάλαια στη χώρα, αυξάνοντας τις επενδύσεις.

– απογραφη. Ο Κώστας Σημίτης εκτιμά ότι ο μύθος της ανέτοιμης Ελλάδας διαδόθηκε στο εξωτερικό εξαιτίας της απογραφής: της «ατυχούς πολιτικά» έμπνευσης της κυβέρνησης Καραμανλή να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο καταγράφονταν οι αμυντικές δαπάνες, ουσιαστικά δηλαδή να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Μεταθέτοντας τον χρόνο καταγραφής των δαπανών από τα μελλοντικά χρόνια (άμα τη παραδόσει) στο παρελθόν (όταν είχαν υπογραφεί οι συμβάσεις), «επέτρεψε στην κυβέρνηση της ΝΔ να φορτώσει τα έξοδα στο παρελθόν», προκειμένου η νέα κυβέρνηση να αυξήσει το περιθώριο δαπανών για το μέλλον.

Η αλλαγή των κανόνων, γράφει ο Κώστας Σημίτης, δεν σήμαινε ψευδή αναφορά των δεδομένων, ήταν ωστόσο αστοχία διότι εμφάνιζε τη χώρα με έλλειμμα διαφορετικό από εκείνο που είχε καταγραφεί και, άρα, επέτρεπε τη διάχυση της κατηγορίας ότι η Ελλάδα μπήκε στην ευρωζώνη με πλαστά στοιχεία: «Ακόμη και με την αλλαγή της μεθοδολογίας και σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία, το κρατικό έλλειμμα του έτους κρίσης (1999) έγινε 3,1% του ΑΕΠ, από 2,5% προηγουμένως. Για την ακρίβεια, έγινε 3,07%, σύμφωνα με τηEurostat (AMECO)».

Εστω και έτσι, πάντως, το έλλειμμα ήταν μικρότερο από το αντίστοιχο χωρών που δεν αμφισβητήθηκε η προετοιμασία τους, της Ισπανίας που ήταν 3,3% του ΑΕΠ, της Πορτογαλίας που ήταν 3,4% και της Γαλλίας που ήταν 3,3%.