Στην οθόνη ο τελετάρχης γραφείου κηδειών, ένας από τους πρωταγωνιστές της φετινής διαφημιστικής εκστρατείας του Mega, με το επαγγελματικό περίλυπο ύφος του σηκώνει μια ταμπέλα που διαφημίζει το «Πρωινό mou». Να το θεωρήσουμε αυτοσαρκαστικό χιούμορ του καναλιού για την εκπομπή του; Αν είναι έτσι εμπνευσμένο!

Γιατί κι εμείς διαπιστώσαμε παρακολουθώντας την πρεμιέρα ότι την εκπομπή ακόμη μία χρονιά δεν την χαρακτηρίζει ούτε η έμπνευση ούτε οι καινούργιες ιδέες που να της δίνουν ζωντάνια.

Ακίνητη, στα ίδια δήθεν αστεία, στα ίδια θέματα που αλιεύει από τις ίδιες πάντα δεξαμενές ενός κόσμου που, αν δεν έχει τελειώσει, αργοσέρνεται τελματωμένος στις παλιές ευκολίες του. Μείζον ζήτημα, για παράδειγμα, έγινε στην πρεμιέρα το μούσι του Λιάγκα. Ποιος νοιάζεται αλήθεια για τις τρίχες οποιουδήποτε σελέμπριτι όταν τον πνίγουν προβλήματα επιβίωσης; Απλώς έχει ανάγκη να διασκεδάσει.

Αλλά ποιος θεωρεί διασκεδαστική τηλεόραση αυτή τη ναρκισσιστική επανάληψη του παλιού εαυτού της, που αναμασιούνται τα συνήθη κουτσομπολιά – ποιος ήρθε, ποιος έφυγε από εκπομπές και σχέσεις – και θεωρούνται αστεία τα χοντροκαλαμπούρια που ανταλλάσσουν εκ του προχείρου πανελίστες και παρουσιαστές;

Το μοναδικό ζωντανό της κομμάτι είναι η μαγειρική. Γιατί εξ ορισμού είναι δημιουργική, έχει πάντα μια ιδέα, έχει πάντα αποτέλεσμα και είναι χρήσιμη.

Βεβαίως η τηλεόραση είναι συνήθεια και βασικός κανόνας του πιο εμπορικού κομματιού της είναι να δημιουργεί στον τηλεθεατή την ψευδαίσθηση ότι τίποτε δεν αλλάζει και ας γκρεμίζεται το Σύμπαν γύρω του. Αυτό ακριβώς διαφημίζουν και τα σποτάκια του Mega, όπου πρωταγωνιστούν υποτιθέμενοι εκπρόσωποι του κοινού (ο ανωτέρω τελετάρχης, μια πολύτεκνη νοικοκυρά, μια κομμώτρια κ.ά.), στους οποίους έχει ανατεθεί ο ρόλος του «καναλάρχη».

Αφηγείται δηλαδή το καθένα τους μια ιστορία που δίνει στο κοινό τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια αντιστροφή της πραγματικής σχέσης εξουσίας. Οι άνθρωποι του καναλιού υπακούουν στις εντολές και στον έλεγχο του κοινού τους. Μια ψευδαίσθηση που μετατρέπει την τηλεθέαση σε θεατρική πράξη. Το διαφημιστικό σποτ διανέμει τους ρόλους και προσφέρει κοστούμια και σκηνικά.

Αν μη τι άλλο, πρόκειται για μια σύγχρονη αντίληψη για το μάρκετινγκ που δεν έχει να πουλήσει προϊόν και πουλάει συμπεριφορές, εν προκειμένω ψευδαισθήσεις. Μόνο που ενώ σε όλα τα σποτ συμμετέχουν ηθοποιοί που υποδύονται έναν ρόλο, τα παιδιά συμμετέχουν με τη φυσική τους ιδιότητα, την παιδική τους ηλικία. Και αυτή δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για να διαφημιστεί το υποτιθέμενο «νεανικό κοινό» εκπομπών που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να έχουν. Οσοι γνωρίζουν από οκτάχρονα αγόρια, όπως ο πιστιρικάς που διαφημίζει το «Πρωινό mou», ξέρουν πως εκείνη την ώρα βρίσκονται στο σχολείο. Και αν δεν είναι στο σχολείο, ούτε αλυσοδεμένα δεν θα παρακολουθούσαν τέτοιου είδους εκπομπή.

Οπως και να έχει, η έμπνευση και η επένδυση σε καινούργιες ιδέες εξαντλούνται στα εν λόγω σποτάκια. Ομως, ακόμη και αν δεν υπάρχουν χρήματα να επενδυθούν στη μυθοπλασία, ο τηλεθεατής που μένει δέσμιος της συνήθειάς του, αυτός στον οποίο απευθύνονται τα σποτάκια, δεν αξίζει έστω μια φρέσκια ιδέα εκπομπής, μια άλλη ποιότητα λόγου στις ήδη υπάρχουσες;

Τι έχουν να προσφέρουν για παράδειγμα ερωτήσεις όπως εκείνη του Γιώργου Λιάγκα στον Πέτρο Φιλιππίδη «τι γνώμη έχεις για τους κριτικούς;» που δείχνει εμμονή σε μια ξεπερασμένη τηλεόραση του χειρίστου επαρχιωτισμού που προσπαθεί να παραγάγει ψευτοκόντρες για να ανακυκλώνει την επικαιρότητα γύρω από τον εαυτό της; Γιατί μπορεί η ελληνική τηλεόραση να έχει ακινητοποιηθεί αλλά γύρω της γίνεται κοσμογονία και υπάρχουν χίλιες ιδέες για να αντισταθούν και οι εκπομπές και το κοινό στη μιζέρια.