Η Λιλ είναι μία πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων στον Βορρά της Γαλλίας. Η θέση της ανάμεσα στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο θεωρείται στρατηγική. Για πολλά χρόνια ωστόσο οι τουρίστες την επισκέπτονταν σπάνια ή και καθόλου. Οι συρμοί των τρένων που συνέδεαν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες την προσπερνούσαν χωρίς να σταματούν. Οι μόνοι που κατέβαιναν στον σταθμό της ήταν φοιτητές από τις γειτονικές πόλεις και μετανάστες από τις πρώην γαλλικές αποικίες που έρχονταν να εργαστούν στις μεγάλες βιομηχανικές της μονάδες. Στα τέλη του 20ού αιώνα η Λιλ δέχτηκε το μεγάλο πλήγμα της αποβιομηχάνισής της. Τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας που συντηρούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού μεταφέρθηκαν στην Ινδία και σε άλλες ασιατικές αγορές. Το ποσοστό ανεργίας στην περιοχή εκτοξεύτηκε στα ύψη.

Το 2004 η Λιλ διεκδίκησε και κέρδισε τον τίτλο της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Χωρίς καμία κρατική βοήθεια και χωρίς τη μέχρι τότε καθιερωμένη επιχορήγηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση, έστησε μία επιτυχημένη γιορτή που διήρκεσε έναν χρόνο. Χάρη σε μία σειρά τολμηρών διοικητικών επιλογών και συμβολικών πολιτιστικών αποφάσεων και ακολουθώντας μια άριστη επικοινωνιακή στρατηγική, πέτυχε μέσα σε λίγους μήνες οικονομική και τουριστική ανάπτυξη άνευ προηγουμένου. Γεννήθηκε τότε στη δήμαρχο της Λιλ η ιδέα της δημιουργίας ενός οργανισμού με μοναδικό ρόλο και λόγο ύπαρξης τη διοργάνωση γιορτών με θέμα τον πολιτισμό και τις τέχνες και απώτερο στόχο την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.

Η πρώτη γιορτή που έλαβε χώρα το 2006 είχε θέμα την Ινδία και κράτησε τέσσερις μήνες. Οι κάτοικοι της Λιλ κλήθηκαν να μεταμορφωθούν σε κατοίκους της Βομβάης –σε εκείνους δηλαδή που δούλευαν πια στη θέση τους στα απόδημα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Η οικονομική επιτυχία της γιορτής ήταν τεράστια. Εκτοτε διδάσκεται ως παράδειγμα δημόσιου και πολιτιστικού μάνατζμεντ σε σχολές σε όλη την Ευρώπη. Επιπλέον, σε κάθε επανάληψη της γιορτής η πόλη υποδέχεται μερικές δεκάδες χιλιάδες τουρίστες.

Πολύ νοτιότερα της Λιλ βρίσκεται η Θεσσαλονίκη, μία πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων στον Βορρά της Ελλάδας. Η επίνεια θέση της ανάμεσα στις βαλκανικές πρωτεύουσες και την Κωνσταντινούπολη θεωρείται στρατηγική. Στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν γνωστή ως η πόλη «των τριών εθνικοτήτων και των τριών θρησκειών». Η εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα των κατοίκων της ήταν έντονη και τα πολιτισμικά δάνεια μεταξύ των πληθυσμών επιβεβλημένα. Γνωστή για τις τέχνες και τον ριζοσπαστισμό της η Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα θαυμάζεται μέχρι σήμερα ως ένα γοητευτικό αστικό υβρίδιο.

Εδώ και πολλά χρόνια ο πληθυσμός της πόλης παραμένει ομογενοποιημένος και η οικονομική της ανάπτυξη ισχνή. Το λιμάνι δέχεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα εμπορικά πλοία και αυτά λιγοστά. Οι συρμοί εκτελούν εγχώρια δρομολόγια, κυρίως προς την πρωτεύουσα, μεταφέροντας έλληνες φοιτητές και λίγους βαλκάνιους μετανάστες, ενώ το αεροδρόμιο αποτελεί χώρο υποδοχής τουριστών που διοχετεύονται κατευθείαν σε περιφερειακά παραθαλάσσια θέρετρα.

Είναι αναμενόμενο η επέτειος για τα εκατό χρόνια από την προσάρτηση της πόλης στο ελληνικό κράτος να φέρνει αμηχανία στην κυβέρνηση και τις τοπικές Αρχές. Δεν υπάρχει προηγούμενο επετείου στην ελληνική ιστορία που να μνημονεύει την εθνική ταυτότητα, αλλά να αφορά μία μόνο πόλη ξεχωριστά. Είναι επίσης αναμενόμενο και κατανοητό να θέλει η κυβέρνηση να αποφύγει την ενδοσκόπηση και το άνοιγμα της συζήτησης για το παρελθόν, το μέλλον, τα οφέλη και το κόστος της προσάρτησης. Η πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη της απελευθέρωσης φαντάζει πολύ πιο ενδιαφέρουσα και ακμαία από την ελληνική Θεσσαλονίκη της κρίσης. Είναι, τέλος, λογικό να εκμεταλλεύεται ένας υπουργός το κενό που αφήνει η σιωπή των δημοτικών Αρχών. Αν υπήρχε πρόβλεψη για εορτασμούς διαφορετικού είδους, γούστου και αισθητικής δεν θα υπήρχε τώρα χώρος για τη μεταμοντέρνα σύλληψη της αναπαράστασης της στρατιωτικής πορείας του 1912 με φόντο την παρέλαση για την απελευθέρωση του 1940.

Αυτό που δεν είναι ούτε αναμενόμενο, ούτε κατανοητό, ούτε λογικό είναι το ότι η συγκεκριμένη διοίκηση του δήμου –με τις πολιτιστικές της ανησυχίες, την προσοχή της στο πανεπιστήμιο και το όραμα της αναβίωσης της επιχειρηματικότητας –άφησε την ευκαιρία της επετείου να πάει χαμένη. Μπορεί η διαχείριση της αποκομιδής των σκουπιδιών να ήταν μία επείγουσα μάχη που έπρεπε να δοθεί. Μπορεί οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης να είναι όντως περισσότερο απείθαρχοι και δύσκολα καθοδηγήσιμοι σε μία αντι-ταυτοτική γιορτή από ό,τι οι κάτοικοι της Λιλ που γαλουχήθηκαν σε μία παράδοση υπακοής και σεβασμού των θεσμών. Αλλά η διαχείριση της επετείου, ακόμα και αν δεν απέβαινε εντελώς επιτυχημένη, ήταν μία πρωτοβουλία που ο δήμος άξιζε και έπρεπε να είχε πάρει. Ο δήμαρχος και οι συνεργάτες του οφείλουν να γνωρίζουν ότι στους εορτασμούς που θα δούμε το Σαββατοκύριακο έχουν και αυτοί μερίδιο ευθύνης.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Paris)