Ενενήντα χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή! Μνήμες πικρές, ματωμένες από κείνο τον όλεθρο του Ελληνισμού, τέλη Αυγούστου του 1922. Νίκη του Κεμάλ, προέλαση του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, όπου γράφτηκε το ΤΕΛΟΣ! Ανελέητος διωγμός, τρόμος, σφαγές, απελπισία, βιασμοί κι η πόλη να καίγεται απ’ άκρη σ’ άκρη. Πανικόβλητοι κάτοικοι, πληθυσμοί κυνηγημένοι από την ενδοχώρα στο λιμάνι. Πίσω φωτιά, μπροστά θάλασσα, σωσμός πουθενά. Τα πλοία των «συμμάχων» παρατηρούσαν από μακριά. Τρεις γενιές από τότε κι ο πόνος δεν λέει να σβήσει. Η πρώτη, γιαγιάδες – παππούδες, η δεύτερη, μανάδες – πατεράδες, έφυγαν, ελάχιστοι απέμειναν, με την κρυφή ελπίδα να επιστρέψουν μια μέρα, έστω και σαν επισκέπτες, στα «Ματωμένα Χώματα» των χαμένων πατρίδων, εκεί που γεννήθηκαν, έζησαν, δημιούργησαν… Εμεινε όνειρο ανεκπλήρωτο για τους περισσότερους. Ο βίαιος, αθέλητος ξεριζωμός είναι μαρτύριο που δεν αντέχεται. Σ’ ένα ταξίδι μου στον Πόντο ένιωσα πραγματικά την άφατη νοσταλγία, τον πόνο από κείνες τις λυγμικές, βραχνές, βουρκωμένες φωνές των παλιών όταν μιλούσαν για τ’ «ευλογημένα μέρη τους». Την ίδια αίσθηση ανακάλυπτα και στα λόγια των Τούρκων που οι πρόγονοί τους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα στην υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. «Πατρίδα είναι εκεί που γεννιέσαι». Οι εικόνες των φιλμικών ντοκουμέντων του 1919-1922 μαρτυρούν την απόγνωση που βίωσαν οι δύο λαοί. Το απατηλό όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας πληρώθηκε πολύ ακριβά, με πολύ αίμα, πολλές χαμένες ζωές, αμέτρητο πόνο. Ευημερούσες κοινωνίες, περιουσίες, ακμάζον εμπόριο, παιδεία, πολιτισμός έσβησαν «για ένα πουκάμισο αδειανό…», όπως είπε και ο σμυρνιός πρόσφυγας Γ. Σεφέρης, για μια φαντασίωση, τη «Μεγάλη Ιδέα».