Εκ πρώτης όψεως θεωρεί κανείς ότι ο Ιούλιος Βερν έδωσε την ιδέα για το «Amazing race», το ριάλιτι που παίζεται στην αμερικανική τηλεόραση σχεδόν 20 σεζόν, έχει διχάσει τους κριτικούς, με τους μισούς να το θεωρούν «ό,τι καλύτερο έχει προβληθεί» και τους άλλους μισούς – ίσως αυτοί είναι μάλλον λιγότεροι – να μιλούν για μια εκπομπή που δίνει την ευκαιρία στους Αμερικανούς να εμφανιστούν όσο γίνεται πιο ανόητοι, αδαείς και φωνακλάδες επισκεπτόμενοι άγνωστους τόπους και συναντώντας ντόπιους από τους οποίους ζητούν απίθανα πράγματα.

Πάντως το «Amazing race» έχει πάρει τα Εmmy του, τέσσερα τον αριθμό, στην Ελλάδα προβάλλεται σε απίθανες ώρες από τον Αnt1 και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να ανακαλύψουμε τι ακριβώς μπορεί να ενθουσίασε την επιτροπή των Εmmy και μια μεγάλη μερίδα αμερικανών κριτικών, δεν είδαμε παρά μια θλιβερή παρωδία του «ύμνου» τότε (τέλη του 19ου αι.) στον καινούργιο κόσμο της ταχύτητας των μεταφορών «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες».

Οι συμμετέχοντες ταξιδεύουν ανά τις ηπείρους με ό,τι βρουν μπροστά τους, από γάιδαρο μέχρι… Ντάτσουν και από υπερσύγχρονο τρένο μέχρι πιρόγα, σε μια ταξιδιωτική υστερία χωρίς όρια και προηγούμενο, με μια νοσηρή, σχεδόν βουλιμική κατανάλωση της «τουριστικής» αντίληψης για το ταξίδι, δηλαδή «καταναλώνουμε τόπους».

Στην πραγματικότητα, οι «παίκτες» μάς φάνηκαν καρικατούρες του Φιλέα Φογκ, που μοναδικό κοινό με τον ήρωα του Βερν έχουν το έπαθλο – όχι 20.000 αγγλικές λίρες όπως εκείνος, αλλά ένα εκατομμύριο δολάρια. Πολύ χρήμα. Αυτός είναι ο στόχος των 22 ζευγαριών που παίρνουν μέρος, για να μείνουν τρία στο τέλος διεκδικώντας το έπαθλο.

Υποτίθεται ότι η περιπέτεια βρίσκεται στην οργάνωση του ριάλιτι. Τα ζεύγη των παικτών είναι υποχρεωμένα να ταξιδέψουν σε διάφορα μέρη που τους υποδεικνύει η παραγωγή, με ελάχιστες αποσκευές, ελάχιστα χρήματα, χωρίς οδηγίες και χάρτες, αλλά ρωτώντας τους ντόπιους και έτσι να ανακαλύψουν τις συντομότερες διαδρομές και να νικήσουν τους αντιπάλους. Θα μπορούσε όλο αυτό να αναδεικνύει την εφευρετικότητα, τη φαντασία, την επικοινωνιακή ικανότητα των ανθρώπων, αλλά μάλλον καταλήγει να αναδεικνύει τη φασαριόζικη πτυχή του ξεσαλωμένου αμερικανού τουρίστα που δεν καταλαβαίνει γρυ από τοπικά ήθη και διαλέκτους, νομίζει ότι όλοι μιλούν αγγλικά και εκπλήσσεται που αυτό δεν συμβαίνει.

Οσο για τα «ζευγάρια» των παικτών, είναι έτσι διαμορφωμένα που να αντανακλούν τα πιο τετριμμένα στερεότυπα του είδους της τηλεόρασης: οι δυο ξανθιές που προσπαθούν να πείσουν ότι δεν είναι χαζές και καταφέρνουν το αντίθετο, μένοντας εξαρχής εκτός παιχνιδιού.

Το ζευγάρι των γκέι, οι οποίοι θέλουν να δείξουν ότι τα καταφέρνουν στις δυσκολίες και στο τέλος χάνουν χρόνο γιατί λιμάρουν τα νύχια τους.

Οι «αγαπούλες» – μελλόνυμφοι ή νεόνυμφοι – που περιφέρουν ανά τις ηπείρους τη χαμογελαστή ευτυχία τους με το βλέμμα καρφωμένο στο ένα εκατομμύριο φυσικά.

Οι χοντροί τύποι που πρέπει να δείξουν (και αυτοί, και το ριάλιτι) ότι σε τίποτε δεν υπολείπονται από τους αδύνατους κ.λπ., κ.λπ. Α, ναι, και τα μοντέλα που αγωνίζονται να δείξουν ότι αδιαφορούν για ένα σπασμένο νύχι και είναι αυτά που μένουν περισσότερο στο παιχνίδι, γιατί πάντα ο παραγωγός θέλει μερικά «ωραία» πλάνα σέξι κυριών. Πλήξη, κυρίως λόγω έλλειψης σπιρτάδας και ευφυΐας των παικτών.

Ούτε τα «άεθλα» της Οδύσσειας, το ταξίδι δηλαδή ως εξορία από τη γενέθλια γη, υπάρχουν εδώ ούτε ο ροβινσωνικός ρομαντισμός να εμπνέει την περιπέτεια ούτε η ψυχαγωγική απόλαυση της «απόδρασης» από τη σκληρότητα της εργασίας των βιομηχανικών κοινωνιών που καθιέρωσαν το ταξίδι σαν αντίδωρο στη σκληρή εργασία, αλλά ένα τυφλό τρεχαλητό προς τον απόλυτο στόχο, το εκατομμύριο, που επιτρέπει στον τηλεθεατή να χαζέψει εκτός από τα συνήθη ανθρώπινα ξεσπάσματα και μερικά τοπία συγκεχυμένα και θολά, όπως είναι η θέα από το παράθυρο ενός τρένου υψηλής ταχύτητας.