Τι ωραία που το τραγούδησαν η Τζίνα Φωτεινοπούλου και ο Γιάννης Χριστόπουλος! Τι ωραία που έδεσαν την όλη οπερέτα η σκηνική ευφυΐα του Ταξιάρχη Χάνου, του Θανάση Τσαλταμπάση και της Ειρήνης Καράγιαννη. Εκανα αυτό το δωράκι στον κατάκοπο μετεκλογικό εαυτό μου αλλά πού να το φανταστώ ότι η παράσταση του Βασίλη Παπαβασιλείου θα με έφτανε στα όρια της ευφορίας.

Ο «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη αποδείχτηκε πρώτης τάξεως ψυχοπροφύλαξη από τις κατατονικές συνέπειες της πανσελήνου. Γύρισα σπίτι μου μουρμουρίζοντας «Τον καιρό εκείνο τον παλιό», σαν πριμαντόνα χειρίστης υποστάθμης. Μα πώς τα κατάφερναν οι γονείς μας να τοποθετούν σωστά τη φωνή τους και να το τραγουδούν αγκαλίτσα, ακόμη κι όταν ήταν τσακωμένοι;

Δοκίμασα να τραγουδήσω λίγο πιο δυνατά, κι αντί για Ανθή Ζαχαράτου μουγκάνισα σαν λυκάνθρωπος.

Τι είναι αυτό που μας εμποδίζει να χαρούμε; Μην είναι η κρίση, μην είναι η αστάθεια; Δεν το πιστεύω. Ενας λόγος παραπάνω που το μαρς του «Βαφτιστικού», το περίφημο «Ψηλά στο μέτωπο», έκανε δεύτερη καριέρα το ’40, είκοσι δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα του.

Πέρασαν τα τριπλάσια χρόνια μέχρι να βάλει στην κατάψυξη μια σαμπάνια ο προφήτης του μποζονίου, ο 83 ετών σήμερα Πίτερ Χιγκς. «Δεν περίμενα να συμβεί αυτό όσο ζω», δήλωσε καταχαρούμενος. Κάτι τέτοιο θα ήθελα να μου συμβεί κι εμένα αλλά για πολύ ταπεινότερους λόγους.