«Γιατί να ανεβάσω εγώ ένα έργο στην Επίδαυρο και όχι κάποιος έλληνας σκηνοθέτης; Ή ακόμα καλύτερα μια νέα ελληνίδα σκηνοθέτις; Δώστε σ’ εκείνους την Επίδαυρο! Εγώ πλησιάζω τα πενήντα, έχω ήδη κάνει αρκετά. Για τη νεότερη γενιά ανησυχώ. Κι εσείς δεν πρέπει, εν μέσω κρίσης, ν’ αφήσετε τη νέα γενιά να πάει χαμένη. Φροντίστε τη! Δώστε της όσο περισσότερες ευκαιρίες υπάρχουν, τις χρειάζεται».

Εμεινα εμβρόντητος όταν το διάβασα. Ετσι απαντάει η διακεκριμένη αγγλίδα σκηνοθέτρια Κέιτι Μίτσελ (φωτογραφία) – λάτρεψα την «Δεσποινίδα Julie» της που είδαμε απ’ την Σάουμπίνε στο Φεστιβάλ Αθηνών – στην ερώτηση της Ιλειάνας Δημάδη «Αν σας γινόταν πρόταση να σκηνοθετήσετε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ποιο έργο θα επιλέγατε;», στην ενδιαφέρουσα συνέντευξη που της έκανε στο «Αθηνόραμα».

Τι λέτε, κυρία Μίτσελ μου; Τι λέτε; Πώς τολμάτε; «Εγώ πλησιάζω τα πενήντα, έχω ήδη κάνει αρκετά»; Αν είναι δυνατόν; Πού ακούστηκε αυτό στην Ελλάδα και πότε; Ποιος είπε ποτέ στον τόπο αυτό «έχω κάνει αρκετά»; Ανήκουστο! Που εδώ και στα ογδόντα να φτάνουν οι άνθρωποι του θεάτρου μας – τις εξαιρέσεις να σας τις μετρήσω στα δάχτυλα του ενός χεριού, και μη σας μιλήσω για πολιτικούς… -, και στα ενενήντα, όχι δε λένε τέτοιες κουβέντες, όχι δεν παραμερίζουν για κανένα νέο, όχι κανέναν νέο δε νοιάζονται ή δε φροντίζουν, αν δεν είναι του «κύκλου» τους, αλλά κι όταν κάτι ανατεθεί σε κάποιον νεότερο διαμαρτύρονται, στέλνουν επιστολές, γράφουν σε εφημερίδες, διεκδικούν, πέφτουν να τον φάνε, τον συκοφαντούν, τον λοιδορούν, λυσσάνε. Αφήστε πια για τους ξένους που έρχονται να σκηνοθετήσουν στην Επίδαυρο… Για δοκιμάστε, κυρία μου…

Ενδιαφέρον και ενισχυμένο και προσεγμένο το καλοκαιρινό πρόγραμμα που ανακοίνωσε η Τεχνόπολις του Δήμου Αθηναίων – κάτι γίνεται εκεί. Αλλά όχι και Φεστιβάλ ΤσίρκΟ που διαβάζω στο σχετικό δελτίο Τύπου. Ελεος! Το τσίρκο, του τσίρκΟ; Ε, όχι! Το τσίρκο, του τσίρκΟΥ: δεκαετίες τώρα πολιτογραφημένο στα ελληνικά.

Από ηθοποιούς καλούς έως και σπουδαίους, έλλειψη δεν είχαμε ποτέ. Ούτε έχουμε. Θεατρίνους με κεφαλαίο το Θήτα, με την έννοια του φυσικού φαινομένου και με όσα συνεπάγεται η έννοια αυτή, έναν μόνον είχαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Τον Θύμιο Καρακατσάνη. Μας άφησε κι αυτός, δεν απόμεινε κανένας.

Του Θύμιου Καρακατσάνη πολλά θέλω να ξεχάσω. Απ’ τις τελευταίες παραστάσεις του μέχρι πολλά και διάφορα απ’ αυτά που κατά καιρούς δήλωνε σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Εχω, όμως, να κρατήσω και πολλά. Πάνω απ’ όλα – σα φυλαχτό – τρεις στιγμές. Μεγάλες για μένα στιγμές. Ανεξάλειπτες απ’ τη μνήμη. 1971, τότε θέατρο Αλάμπρα, θίασος Φέρτη – Καλογεροπούλου, «Επιθεωρητής» του Γκόγκολ. Ο Καρακατσάνης – Διοικητής απευθύνεται στο κοινό: «Γιατί γελάτε, βρε; Με τα μούτρα σας γελάτε!» – και το γέλιο παγώνει. 1988, τότε θέατρο «Μινώα», «Στέλιος» του Γιάννη Ξανθούλη. Ο Καρακατσάνης, σε οίστρο αυτοσχεδιαστικό, δεν ξέρω πώς, καταφέρνει και παρασύρει έναν ηλικιωμένο θεατή στη σκηνή. Για να «κάνουν» μαζί το τρένο: «τσαφ – τσουφ, τσαφ – τσουφ, τσαφ – τσουφ». 1999, Επίδαυρος, Θεατρική Διαδρομή, «Θεσμοφοριάζουσες». Ο Καρακατσάνης (φωτογραφία), Μνησίλοχος ντυμένος γυναίκα, «προσπαθεί να κάνει τσίσα του» – προσθήκη βέβαια. Δυσκολεύεται: «Τσις, τσις…». Και, ναι, συμπαρασύρει ολόκληρο – ΟΛΟΚΛΗΡΟ! – το φισκαρισμένο κοίλο να τον υποβοηθήσει: «τσις, τσις…», όλοι μαζί. Χιλιάδες κόσμος, ολόκληρη η Επίδαυρος, «τσις, τσις…».

«Στην κυριολεξία μέσα από αυτόν άρχισα να απομακρύνομαι από τον κλασικισμό και από όλη αυτή την παράδοση τη μεταφυτευμένη στο ελληνικό θέατρο και στην ελληνική σκέψη γενικότερα από την Κεντρική Ευρώπη» λέει ο διεθνής σκηνοθέτης μας Θεόδωρος Τερζόπουλος σε – πολύ ενδιαφέρουσα – συνέντευξη που παραχώρησε στην Αγγελική Μπιρμπίλη και που – καθυστερημένα – διάβασα στην «Athens Voice», αναφερόμενος στο δάσκαλο και μέντορά του, όπως ομολογεί (ανατολικο)γερμανό συγγραφέα και σκηνοθέτη Χάινερ Μίλερ.

Σωστά – συμφωνώ για τα περί κεντροευρωπαϊκοφερμένης παράδοσης στο ελληνικό θέατρο και στην ελληνική σκέψη γενικότερα. Αλλά η ειρωνεία είναι πως κι ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ακριβώς αυτό ομολογεί: πως το φως μέσα από έναν επίσης Κεντροευρωπαίο το είδε!

Πώς να με σοκάρει πια το «μια σειρά από παραστάσεις – εμπειρία» και το «σε ένα νοσταλγικό πάρτι – χαβαλές» που είδα πάλι σε εβδομαδιαίο περιοδικό καλλιτεχνικής ενημέρωσης το οποίο εφαρμόζει κανόνες μετα-συντακτικού; Οταν διάβασα στους ελληνικούς υπέρτιτλους της – αφόρητης για μένα – «Επιστροφής του Οδυσσέα» της Σάουμπίνε στο Φεστιβάλ Αθηνών «πολλά περισσότερα», όταν άκουσα «πολλά περισσότερα» και επί σκηνής στον «Αρχιμάστορα Σόλνες» του Γιάννη Χουβαρδά, όταν άκουσα και στα «πολιτιστικά» τής – θεωρούμενης και κουλτουριάρικης – ΕΡΑ3 «των τριών μείζονων συνθετών» – όλ’ αυτά μαζεμένα -, είπα: «Ε, πάει, τελειώσαμε πια. Ως γλώσσα. Κι όχι μόνον ως γλώσσα»…

Μ’ ένα παράπονο έμεινε η οικογένεια του καλού ηθοποιού Τάκη Βουλαλά (φωτογραφία) που ‘φυγε απ’ τη ζωή στις 20 Απριλίου. Από μαθητής του πρώτου έτους της δραματικής σχολής του – 1960 – στις παραστάσεις του Εθνικού, βασικό στέλεχός του – πρωταγωνιστής του – απ’ το 1963 έως το 1997 – τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια απ’ τη ζωή του, τη μισή σχεδόν, να ‘χει φάει συνολικά εκεί, και το Εθνικό Θέατρο ν’ απουσιάσει ΠΑΝΤΕΛΩΣ απ’ την κηδεία του; Ούτε ένα στεφάνι, ούτε δυο λόγια, έτσι για τα μάτια; Εγώ, ντράπηκα όταν το άκουσα. Και δεν είναι, δυστυχώς, η πρώτη φορά…