H Tόμπι Λι είναι από τη Νότια Κορέα, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη όπου ζει και σπούδασε Ελληνικά. Κάνει το διδακτορικό της πάνω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Γνώρισα το έργο του Μαρκόπουλος στην Αμερική και ενδιαφέρθηκα, ήταν πολύ πρωτοποριακός» μου λέει, ενώ ο σύντροφός της αμερικανοπολωνός Πάουελ Τζοστάσικ, που έχει ξανάρθει για την προβολή το 2008, συμπληρώνει: «Είναι μια επαναστατική ιδέα να γίνεται σε αυτή την τοποθεσία».

Λίγο πριν σουρουπώσει, η συζήτηση ανάβει στην πλατεία του χωριού Λυσσαρέα Αρκαδίας και αιτία είναι η τριήμερη προβολή του έργου «Ενιαίος» του Γκρέγκορι Μαρκόπουλος που θα γίνει σε ένα λιβάδι (Τέμενος το είχε βαφτίσει), έξω από το χωριό, μέσα στη φύση.

Ο Μήτσος Τριαντόπουλος είναι φανατικός του πειραματικού κινηματογράφου, ζει στη Νέα Υόρκη και οι σπουδές του τον μύησαν στον αβανγκάρντ κινηματογράφο και στον κόσμο του Μαρκόπουλος.

«Γνώρισα στη Νέα Υόρκη τον Ρόμπερτ Μπίβερς (σ.σ.: σύντροφο και συνεργάτη του Γκρέγκορι Μαρκόπουλος) και γίναμε φίλοι. Είχαν γίνει διάφορες προβολές το 1980 -1986 άλλων ταινιών του, αλλά από το 2004 διοργανώνουμε την προβολή του «Ενιαίος» που είναι πιο κοντά στο όραμά του. Δουλεύουν όλοι εθελοντικά, και φέτος έχουμε κόσμο από Ρωσία, Τουρκία, Αυστρία, Καναδά, Αμερική, Ελβετία. Το 2008 είχαμε μέχρι και από Καζαχστάν», περιγράφει.

Η ώρα πάει εννιά. Η περίφημη «μπλε ώρα» των φωτογράφων – τότε που σουρουπώνει έχει ένα περίεργο κάδρο. Δυο δυο, παρέες παρέες, με λεπτά μπουφάν, εξοπλισμό για κάμπινγκ, φούτερ, νερά κατηφορίζουν μέσα από τους θάμνους, έξω από τη Λυσσαρέα, προς το λιβάδι Τέμενος. Το πλάτωμα της αρκαδικής γης διακόπτει ένα λευκό σεντόνι όπου θα προβληθεί η ταινία «Ενιαίος» και ο χαρακτηριστικός ήχος της παλιάς μηχανής προβολής ντύνει το παράξενο κοινόβιο με τα 200 κόκκινα αναπαυτικά μαξιλάρια για τους θεατές.

Ο Ρόμπερτ Μπίβερς, κοσμοπολίτης κινηματογραφιστής, που ζει Νέα μεταξύ Νέας Υόρκης, Ζυρίχης και Βερολίνου, είναι η ψυχή του τριήμερου δρώμενου: «Η προβολή στο Τέμενος είναι κοντά στο όραμα του Γκρέγκορι, που ήθελε τον σκηνοθέτη γιατρό, το σινεμά πράξη ιαματική, μέσα στη φύση», μου λέει την ώρα που οι «προσκυνητές» βολεύονται στα μαξιλάρια κάτω από τον έναστρο ουρανό.

«Εχω έλθει ξανά και το 2004 και το 2008. Εχει ενδιαφέρον η όλη διαδικασία, συνήθως οι καλλιτέχνες μιλάνε για τα συναισθήματά τους μέσα από την πόλη, αυτό όμως είναι διαφορετικό. Ο Μαρκόπουλος μάς έδωσε την ευκαιρία να συλλέξουμε ένα πρίσμα από το δικό του καλειδοσκόπιο», σημειώνει ο Γιώργος Μανωλόπουλος (ελεγκτής στα τοπικά λεωφορεία) λίγο πριν ξεκινήσει η προβολή.

Σε μια ζεν ατμόσφαιρα, η παλιά μηχανή προβολής πιάνει δουλειά ενώ πλάι μου η Λίνα Φουταρά, ηχολήπτρια και μανιώδης συλλέκτρια ταινιών, μου λέει σιγά: «Ο Μαρκόπουλος ήταν μπροστά από την εποχή του». Τα βουβά θραύσματα των εικόνων διαδέχονται το ένα το άλλο, σαν μια ενότητα, η σιωπή βασιλεύει και νιώθω πως μυούμαι σε εκείνο που νωρίτερα ο Μπίβερς εμφατικά μου έχει τονίσει: «Ο Γκρέγκορι έκανε κινηματογράφο για τον καθέναν αλλά όχι για τον οποιονδήποτε».