Η οικονομική κρίση την οποία βιώνει η χώρα με επώδυνο τρόπο εδώ και δύο χρόνια, προκάλεσε με γοργούς ρυθμούς μια βαθύτατη κοινωνική κρίση και ο εκρηκτικός συνδυασμός των δύο αποτυπώνεται σε μια κρίση του κομματικού συστήματος, μια απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και κυρίως μια απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης σε πρόσωπα και θεσμούς.

Μία μόνο βεβαιότητα υπάρχει σε σχέση με τις αυριανές εκλογές. Ανεξάρτητα από την έκβαση της αναμέτρησης και τα επιμέρους ποσοστά των κομμάτων, το πολιτικό τοπίο που θα προκύψει από την κάλπη ελάχιστες ομοιότητες θα έχει με όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Το κομματικό σύστημα που διαμορφώθηκε το 1974 και εδραιώθηκε από το 1981 δείχνει να έχει φτάσει πλέον στα όριά του. Η κρίσιμη δικομματική δυναμική που το συντηρούσε έως τώρα, δηλαδή η εναλλαγή των δύο κυρίαρχων κομμάτων στην εξουσία, μέσω της προσέλκυσης των αντίστοιχα απογοητευμένων ψηφοφόρων, δεν φαίνεται πλέον να ισχύει. Το πολύμορφο φάσμα κομμάτων που αποτελούν σήμερα τους υποδοχείς της διαμαρτυρίας έχει πλήρως αποσταθεροποιήσει τη λειτουργικότητα του δικομματισμού.

Η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων – η οποία ολοκληρώθηκε χθες – υπήρξε σαφώς κατώτερη των περιστάσεων, ενώ ορισμένες φορές θύμιζε απλώς επικοινωνιακές πρακτικές μιας εποχής που έχει οριστικά παρέλθει. Γι’ αυτό και ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος θα προσέλθει αύριο στην κάλπη με πολλά ερωτηματικά και πολύ λιγότερες βεβαιότητες.

Τα δύο (πρώην) μεγάλα κόμματα δύσκολα μπορούν να πείσουν, ιδίως τις νεότερες γενιές, για τις οποίες ο συνδυασμός οικονομικής και κοινωνικής κρίσης ισοδυναμεί με ισοπέδωση της ελπίδας. Ομως και η εμφάνιση νέων κομμάτων ή η ενδυνάμωση των παλαιότερων αντιπάλων του δικομματισμού δεν φαίνεται να έχει ακόμη οδηγήσει σε ένα νέο και σταθεροποιημένο πολιτικό τοπίο.

Η κατά πάσα πιθανότητα πολύχρωμη Βουλή της 6ης Μαΐου θα έχει έτσι αναπόφευκτα μεταβατικό χαρακτήρα. Οχι όμως αναγκαστικά με την έννοια της σύντομης διενέργειας νέων εκλογών, τις οποίες άλλωστε η μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος θα αντιμετώπιζε με καχυποψία, αν όχι με οργή.

Ο μεταβατικός τής Βουλής χαρακτήρας θα αφορά κατά πρώτο λόγο την ανασυγκρότηση του κομματικού συστήματος είτε με διαδικασίες πολιτικής, ιδεολογικής αλλά και ηλικιακής αναζωογόνησης των μέχρι τώρα κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων είτε με τη διαμόρφωση νέων σχηματισμών που θα συνθέσουν το κατακερματισμένο σήμερα κομματικό τοπίο. Η προεκλογική περίοδος δεν έχει πάντως προσφέρει μέχρι στιγμής σαφείς ενδείξεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Ολοι φαίνεται να αναμένουν τον συσχετισμό δυνάμεων που θα προκύψει από τις εκλογές για να προχωρήσουν στις επόμενες κινήσεις τους.

Ταυτόχρονα όμως η νέα Βουλή θα πρέπει να διαχειριστεί και την κρίσιμη μεταβατική περίοδο στην οποία βρίσκεται η χώρα, με άδηλο το οικονομικό και ευρωπαϊκό της μέλλον, σε μια παντελώς απρόβλεπτη διεθνή συγκυρία.

Υπό αυτήν την έννοια οι αυριανές εκλογές αποτελούν το σημείο εκκίνησης μιας νέας περιόδου, για την οποία οι σταθερές του παρελθόντος δύσκολα μπορούν να χρησιμεύσουν ως πυξίδα του μέλλοντος.

* Ο όρος «μεταβατική Βουλή» έχει μια ιστορία 62 ετών! Αμέσως μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου Πολέμου, προτάθηκε από διάφορες πλευρές ως λύση η αντισυνταγματική αναβολή των εκλογών και ο σχηματισμός μεταβατικής κυβέρνησης εξωκοινοβουλευτικής σύνθεσης. Οταν όμως τα σχέδια αυτά ναυάγησαν και προκηρύχθηκαν εκλογές με απλή αναλογική, η εφημερίδα «Μάχη» έγραψε ότι αντί για μεταβατική κυβέρνηση, επιλέχθηκε η λύση της εκλογής «μεταβατικής Βουλής». Πρόβλεψη που επαληθεύτηκε αφού στη διάρκεια της 18μηνης ζωής της Βουλής του 1950 ανασυγκροτήθηκε πλήρως το σύστημα των κομμάτων