Το ευκολότερο πράγμα σήμερα είναι να αναθεματίζει κάποιος το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να το κάνει γιατί πήρε μέτρα, ή μπορεί να το κάνει γιατί δεν πήρε περισσότερα. Μπορεί να το καταγγείλει γιατί τα μέτρα που πήρε βάθυναν την ύφεση τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά και γιατί δεν τα πήρε έξι μήνες νωρίτερα ώστε να βαθύνει η ύφεση για δυόμισι χρόνια. Μπορεί να το κατηγορήσει για την ανεργία που έφτασε το 20%, αλλά και γιατί δεν απέλυσε 200.000 δημοσίους υπαλλήλους ώστε ο δείκτης να φτάσει στο 25%.

Δεν είναι παράξενο. Οταν μια κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια τόσο εκρηκτική κατάσταση, πέρα από τα λάθη και τις αδικίες που αναγκαστικά θα κάνει, θα επωμιστεί και το συνολικό φορτίο της κρίσης. Οταν κάποιος πλήττεται από τα μέτρα θα κατηγορεί τους κυβερνήτες του για τα πάντα και τα αντίθετά τους.

Δεν είναι παράξενο αλλά δεν σημαίνει ότι είναι και δίκαιο. Μπορεί δηλαδή το ΠΑΣΟΚ να έκανε πολλά λάθη, να μην εφάρμοσε με την ταχύτητα, την ακρίβεια και τη δραστικότητα τη θεραπεία που οι συνθήκες απαιτούσαν, αλλά δεν μπορεί να χρεώνεται μόνο αυτό τη σημερινή δεινή μας θέση. Δεν μπορεί κήνσορες, των έστω άτσαλων γιατρών, να είναι εκείνοι που μας οδήγησαν στο 2009. Αναφερόμαστε κυρίως στη Νέα Δημοκρατία (που τίναξε το δημόσιο ταμείο στον αέρα), δευτερευόντως στην Αριστερά (που μόνιμα υποστήριζε το δόγμα «ξόδευε και μη ερεύνα») και τέλος σε πρώην υπουργούς του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι όψιμα ανακάλυψαν τις αρετές της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Εκτός από άδικο, είναι και απίστευτα αποπροσανατολιστικό να εμφανίζονται τα αδιέξοδά μας ως αποτέλεσμα «χειρισμών» της τελευταίας διακυβέρνησης. Δεν εννοούμε τις γελοιότητες περί μετοχών της Ανατολής, πετρελαίων στο Αιγαίο, ή φθηνών δανείων από τη Ρωσία που θα μας έλυναν μαγικά το πρόβλημα. Αναφερόμαστε κατ’ αρχάς σε όσους παραπλανούν υποστηρίζοντας ότι το οικονομικό πρόβλημα της χώρας εξαρτάται από μια «καλύτερη» διαπραγμάτευση με τους εταίρους και δανειστές και ότι με δυο καλά επιχειρήματα θα ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα. Κατά δεύτερον, αναφερόμαστε στους λογιστές της πολιτικής, εκείνους που πιστεύουν ότι αναπροσαρμόζοντας απλώς έσοδα και δαπάνες λύνουν αυτομάτως μεγάλα και με βαθιές ρίζες κοινωνικά προβλήματα. Το πρόβλημα όμως με αυτή την προσέγγιση είναι ότι παραβλέπει πως εκτός από την οικονομία, υπάρχει και η κοινωνία. Η στροφή από τον κρατισμό στο μικρότερο κράτος δεν μπορεί να γίνει ερήμην και ενάντια στην κοινωνία. Κάθε μεγάλη αλλαγή χρειάζεται συμμάχους στη βάση• δεν καρποφορεί όταν οι άνθρωποι – έστω παραπλανημένοι – αντιδρούν.

Πρέπει λοιπόν να τιμωρηθεί σε αυτές τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ; Αν είναι να τιμωρηθεί, να είναι σαφές γιατί το τιμωρούμε. Να το τιμωρήσουμε για όλες τις παθογένειες της μεταπολίτευσης; Δεν θα ήταν απλώς άδικο, αλλά θα εθελοτυφλούσαμε για τα πραγματικά αίτια της κρίσης. Να το τιμωρήσουμε επειδή αποφύγαμε να ζήσουμε μέρες Αργεντινής του 2001, επειδή συνομολογήσαμε τον μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας; Ας το κάνουν όσοι βλέπουν λύση εκτός Ευρώπης και ευρώ. Μένει η τιμωρία για την ατολμία στις μεταρρυθμίσεις, για τις παλινωδίες στη ρήξη με το παλιό, για την αδυναμία ενός καθαρού λόγου για το μέλλον.

Αυτή θα ήταν η πιο σοβαρή και απειλητική για το ΠΑΣΟΚ τιμωρία. Θα σήμαινε ότι, όχι πρόσκαιρα ή υπό την επίδραση του θυμικού, αλλά συνειδητά για κάποιους έπαψε να αποτελεί δύναμη αλλαγής. Στις παρούσες συνθήκες κι αυτή είναι μια τιμωρία που δεν την αξίζει το ΠΑΣΟΚ. Οχι μόνο γιατί σε σύγκριση με τα άλλα κόμματα πασχίζει κάτι να πει. Αλλά γιατί θα αποθαρρύνει κάθε σοβαρή προσπάθεια αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού προς τον δρόμο της λογικής. Θα μεταφραστεί όχι ως τιμωρία για ατολμία αλλά για το αντίθετό της: ως τιμωρία για τα μέτρα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας. Θα είναι νίκη όλων των οπισθοδρομικών δυνάμεων.

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών