H κυβέρνηση, παρά την πολυπραγμοσύνη που δείχνει τις τελευταίες εβδομάδες για τον εξανθρωπισμό των κέντρων κράτησης των λαθρομεταναστών, φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται πλήρως την πολιτική καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης που ασκεί η Ευρωπαϊκή Ενωση.

Κυρίαρχο μοτίβο της πολιτικής αυτής είναι η «εξωτερικοποίηση» της αντιμετώπισης των ανεπιθύμητων μεταναστών, είτε με τη μορφή της απομάκρυνσής τους από το ευρωπαϊκό έδαφος όταν καταφέρουν να εισδύσουν για τα καλά σε αυτό είτε, ει δυνατόν, με τη μορφή της παρεμπόδισής τους να πλησιάσουν καν τα εξωτερικά σύνορα της Ενωσης (π.χ., όταν οι λαθρομετανάστες επιχειρούν πρόσβαση μέσω θαλάσσης). Το μοτίβο όμως αυτό συνυπάρχει με την έγνοια της Ενωσης αφενός να διατηρεί την εικόνα της στον κόσμο σαν κοιτίδας της ιδεολογίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που δεν κλείνει τις πόρτες της σε όσους θέλουν να ξεφύγουν από τη βαρβαρότητα των χωρών καταγωγής τους, αφετέρου να εξετάζει αμέσως και με επιμέλεια, όπως αρμόζει στις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις της, κάθε αίτηση που υποβάλλεται από παράνομα εισελθόντα στο ευρωπαϊκό έδαφος με αντικείμενο τη χορήγηση ασύλου. Ο θεσμός που κατεξοχήν ενσαρκώνει τη δισυπόστατη αυτή πολιτική και καθιερώνεται, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, από τον πολυσυζητημένο κανονισμό «Δουβλίνο 2», είναι εκείνος που δίνει την ευχέρεια σε κάθε κράτος-μέλος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ένας αιτών άσυλο, που παράνομα εισήλθε σε αυτό προερχόμενος από άλλο κράτος-μέλος, να τον στέλνει στο κράτος-μέλος της αρχικής παράνομης εισόδου, το οποίο οφείλει να εξετάσει την αίτηση παροχής ασύλου.

Η κυβέρνηση επιχειρεί, με την κινητικότητά της για τη δημιουργία κέντρων «ανθρώπινης» κράτησης των λαθρομεταναστών, να αποσείσει από πάνω της το στίγμα της ανακολουθίας με την πρώτη από τις δύο έγνοιες της ευρωπαϊκής πολιτικής, την ανθρωπιστική. Είχαν εξάλλου προηγηθεί το 2011 δύο καταδίκες της χώρας μας με πολύ απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το κάθε δικαστήριο, με τον δικό του τρόπο, απαγόρευσε σε Αρχές των άλλων κρατών-μελών να στέλνουν πίσω στην Ελλάδα, ως χώρα πρώτης εισόδου, παράνομους μετανάστες που συνελήφθησαν στο έδαφός τους, επειδή οι συνθήκες κράτησης που εδώ επικρατούν επιφυλάσσουν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στους ανθρώπους αυτούς και παραβιάζουν τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ενωσης και την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Οι δύο αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, δίνοντας το στίγμα ενός «εγκλωβισμού» των λαθρομεταναστών στα εδάφη κρατών-μελών όπου καταφέρνουν να φτάσουν, έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου σε πολιτικούς ηγέτες άλλων κρατών, όπως στον γάλλο Πρόεδρο Σαρκοζί: γι’ αυτόν η νομιμότητα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ενωση, που καταγγέλλει ότι την κλονίζει η Ελλάδα με τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης των λαθρομεταναστών που επικρατούν στο έδαφός της, επιβάλλει να βελτιωθούν πάραυτα οι συνθήκες τούτες, ώστε ανεμπόδιστα (!) οι γαλλικές Αρχές να στέλνουν πίσω στην Ελλάδα τους λαθρομετανάστες είτε για απέλαση είτε για εξέταση αιτημάτων χορήγησης ασύλου.

Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να εισακούει μια σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που απορρέει από τη λογική της «εξωτερικοποίησης» της μεταχείρισης των λαθρομεταναστών: να δημιουργήσει κέντρα κράτησης υπό ανθρώπινες συνθήκες στον Εβρο, πάνω στα σύνορα, ώστε να είναι απόλυτα ευχερής η ενδεχόμενη απέλαση, και όχι να τα σκορπίζει σε όλη την επικράτεια επ’ ωφελεία των… τοπικών κοινωνιών, σαν να είναι… πανεπιστημιακά τμήματα!

Πάντως, το πόσο έντονη είναι η δεύτερη έγνοια της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, που αφορά τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο, φαίνεται από την έξοδο της Ελλάδας από τη μοναξιά της κακομεταχείρισης των λαθρομεταναστών, την οποία σηματοδότησε μια πολύ πρόσφατη καταδίκη της Ιταλίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η Ιταλία καταδικάστηκε για παράνομη, μαζική εκδίωξη στη Λιβύη σομαλών και αιθιόπων μεταναστών τους οποίους είχε συλλάβει στα διεθνή ύδατα, επειδή έτσι τους εμπόδισε να εισέλθουν στο ιταλικό έδαφος και να ζητήσουν – όσοι από αυτούς μπορούσαν να το τεκμηριώσουν – άσυλο. Προέκταση της ίδιας ευρωπαϊκής έγνοιας είναι η άρνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χρηματοδοτήσει το «τείχος του Εβρου», επειδή εξαιτίας αυτού θα εμποδιστεί η πρόσβαση στο ελληνικό-ευρωπαϊκό έδαφος προσώπων που θα δικαιούνταν να ζητήσουν τη διεθνή και ευρωπαϊκή προστασία του πρόσφυγα.

Η σύνδεση της αποτρεπτικής για τη λαθρομετανάστευση ευρωπαϊκής πολιτικής με ανθρωποδικαιωματικά προτάγματα είναι βαθιά ριζωμένη στη νομική και πολιτική πραγματικότητα των κρατών-μελών της Ενωσης. Ως εκ τούτου, μικρές πιθανότητες επιτυχίας θα είχε η χώρα μας αν επιχειρούσε να προτείνει μια αναθεώρηση του κανονισμού «Δουβλίνο 2», ώστε να ελαφρυνθεί από το βάρος της αντιμετώπισης της λαθρομετανάστευσης.

Ο μόνος στην πραγματικότητα παράγοντας που προκαλεί το βάρος αυτό είναι η γεωγραφική της θέση. Από αυτή την άποψη, μόνο η προσχώρηση της Τουρκίας στην Ενωση θα μετατοπίσει τη σημερινή πίεση που ασκεί η λαθρομετανάστευση επί των ελληνικών συνόρων με την Τουρκία ως εξωτερικών συνόρων της Ενωσης στα σύνορα της Τουρκίας με τρίτες χώρες, και θα μετατρέψει τη γείτονα σε χώρα πρώτης εισόδου λαθρομεταναστών σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ωσπου να συμβεί αυτό, αν πράγματι μια ελληνική κυβέρνηση καταφέρει να κατανοήσει την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική μέσα από τις – φαινομενικές – αντιφάσεις της, θα σπεύσει να συμπληρώσει τις πρόσφατες αποφάσεις για τον εξανθρωπισμό των κέντρων κράτησης των λαθρομεταναστών με αποφάσεις που θα καθιερώνουν μηχανισμούς γρήγορης, επιμελούς και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτημάτων παροχής ασύλου σε όσους από τους παράνομα εισερχόμενους πολίτες τρίτων χωρών το ζητούν.