Οι δυσμενείς εξελίξεις στην Ελλάδα και στις άλλες μεσογειακές χώρες συνοδεύονται από ερμηνευτικές προσεγγίσεις αναλυτών και πολιτικών στη χώρα μας και στην Ευρώπη ότι η κρίση χρέους αποτελεί την προδιαγεγραμμένη έκβαση της δανειακής ανάπτυξης που γνώρισαν η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου μετέτρεψαν τις οικονομίες τους, διά μέσου του δανεισμού, σε οικονομίες της ζήτησης, δεδομένου ότι στη χώρας μας το 74% του ΑΕΠ το 2008 προερχόταν από τη ζήτηση και την καταναλωτική δαπάνη. Ομως κατ’ αυτόν τον τρόπο οι αναπτυγμένες χώρες της Βόρειας Ευρώπης οργάνωσαν τους όρους και τις προϋποθέσεις της άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης μεταφέροντας σημαντικούς πόρους από τη Νότια στη Βόρεια Ευρώπη, είτε διά μέσου της εξόφλησης των δανείων, είτε διά μέσου της κατανάλωσης εισαγόμενων από τον Βορρά προϊόντων και υπηρεσιών. Βασικός μοχλός και συγκροτημένος μηχανισμός εγκαθίδρυσης και ενδυνάμωσης του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης αποτέλεσε ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας που τοποθέτησε την Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες στον δρόμο της σταδιακής τεχνολογικής, καινοτομικής, οργανωτικής και ποιοτικής απαξίωσης της παραγωγικής υποδομής στη μεταποίηση και στη γεωργία, με την κυρίαρχη επιλογή του τουρισμού, των κατασκευών και των υπηρεσιών. Αυτή η ευρωπαϊκή στρατηγική της άνισης ανάπτυξης οδήγησε την ελληνική οικονομία στην αξιοποίηση κυρίως της ανειδίκευτης και όχι ειδικευμένης εργασίας, στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία «δίδυμων ελλειμμάτων» στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα και χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου).

Με αφετηρία αυτά τα δεδομένα η Βόρεια Ευρώπη, οι διεθνείς οργανισμοί, το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αναλυτές και πολιτικοί υποστηρίζουν ότι το μοντέλο αυτό της άνισης δανειακής ανάπτυξης χρεοκόπησε λόγω, μεταξύ των άλλων, της αδυναμίας να μεταφέρονται πόροι από τον Νότο στον Βορρά και ως εκ τούτου επιβάλλεται η οικονομική μεταμόρφωση της Ελλάδας και των άλλων μεσογειακών χωρών, με τη μετατροπή τους από οικονομίες της ζήτησης σε οικονομίες της προσφοράς. Αυτή η «νέα» αναπτυξιακή στρατηγική που επιβάλλεται στις μεσογειακές χώρες από τους τρεις διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) και ειδικότερα στην Ελλάδα (Μνημόνιο 1 και Μνημόνιο 2) με το πρόγραμμα της εσωτερικής υποτίμησης, της λιτότητας, της ύφεσης, της ανεργίας (1 εκατ. άτομα στο τέλος του 2011) και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας, οδήγησε τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους στη σημερινή δυσμενή κατάσταση και σε αυτή που διαγράφεται μέχρι το 2020 (ακρίβεια, ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις, μείωση των εισοδημάτων, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων κ.λπ.). Ετσι, την περίοδο 2009-2011 η εγχώρια ζήτηση μειώθηκε κατά 16,4% υποχωρώντας στα επίπεδα του 2003 και η μεταφορά εισοδημάτων, με την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους (2009-2012) προς το κράτος και τις επιχειρήσεις ανέρχεται στο επίπεδο των 13,2 δισ. ευρώ. Τα δεδομένα αυτά σημαίνουν ότι η μετάβαση του οικονομικού σχηματισμού στην Ελλάδα και στις άλλες μεσογειακές χώρες σε οικονομίες της προσφοράς, διά μέσου της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης, αποτελεί ουσιαστικά μια νέα εκδοχή μεταφοράς πόρων, διά μέσου της ασιατοποίησης, των ιδιωτικοποιήσεων, των αναπτυξιακών δυνατοτήτων και της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων, από τον Νότο στον Βορρά, στα πλαίσια του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι το διακύβευμα για την έξοδο από την κρίση της ελληνικής οικονομίας καθώς και αυτής των άλλων μεσογειακών χωρών δεν είναι προσφορά ή ζήτηση που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναπαράγει και εμβαθύνει το μοντέλο της άνισης ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αντίθετα, το διακύβευμα είναι άνιση ή ισομερής ανάπτυξη με την αποκατάσταση σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο της αναδιανομής των πόρων και του εισοδήματος και τη διαμόρφωση ενός νέου ευρωπαϊκού και ισομερούς αναπτυξιακού προτύπου ποιοτικής παραγωγικής – καινοτομικής ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση της ελληνικής, μεσογειακής και της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ