Οσο προκλητικό κι αν είναι για τις συντηρητικές κοινωνίες, η χορεύτρια Τζιν Σινγκ δεν κρύβει την ταυτότητά της – ειδικά τώρα που η διεθνής καριέρα της την έφερε (χτες βράδυ) για την πρώτη μεγάλη της παράσταση στη Νέα Υόρκη, στο Joyce Theater.

Αντιθέτως το φωνάζει με κάθε ευκαιρία: «Γεννήθηκα άνδρας, έκανα αλλαγή φύλου και θέλω να ζήσω ελεύθερη». Οι αντιδράσεις για τον συνταγματάρχη του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού του Μάο που έγινε… κινέζα μπαλαρίνα ποικίλλουν.

«Η Κίνα δεν είναι έτοιμη να με αποδεχτεί. Δεν έχει σημασία. Εγώ τους μιλάω ανοιχτά. Αν εκείνοι τρέχουν μακριά, είναι δικό τους πρόβλημα», λέει η 45χρονη Κινέζα. «Προτιμώ όμως να λέω ότι είμαι ο πρώτος που αντιμετώπισε την κινεζική κοινωνία δίχως να τον ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος», προσθέτει.

«Δεν μπορώ να σιωπώ. Είμαι μια χορεύτρια με μυαλό και προτεραιότητές μου είναι η ελευθερία, η οικογένεια, η εργασία και η αγάπη», λέει.

Σημασία έχει για εκείνη να απολαμβάνει μια ήσυχη ζωή με τον σύζυγό της Χάινζγκερτ Οϊντμαν και τα τρία υιοθετημένα παιδιά τους. Μια ζωή που κατέκτησε με την ειλικρίνειά της. «Με τον σύζυγό μου γνωριστήκαμε κατά τη διάρκεια πτήσης από το Παρίσι στη Σαγκάη. Μέσα σε λίγες ώρες τού διηγήθηκα την ιστορία μου. Εκείνος σοκαρίστηκε αλλά έμεινε μαζί μου».

Οταν ήταν ακόμη παιδί, έβγαινε έξω στη βροχή με την ελπίδα να τον χτυπήσει ένας μαγικός κεραυνός που θα τον μεταμόρφωνε σε γυναίκα.

Στα 17 του χρόνια ο Τζιν Σινγκ κέρδισε το πρώτο εθνικό βραβείο μπαλέτου και μια υποτροφία που του άλλαξε τη ζωή. «Πήγα στη Νέα Υόρκη όπου ανακάλυψα τι σημαίνει ελευθερία», λέει.

Το 1996 αποφάσισε να επιστρέψει στην Κίνα και να προχωρήσει σε αλλαγή φύλου. «Κάποιοι με συμβούλευσαν να παραμείνω στη Νέα Υόρκη και ζήσω ως ομοφυλόφιλος. Από την ηλικία των έξι, όμως, ένιωθα γυναίκα», αναφέρει.

Αυτή την περίοδο ετοιμάζει τα θέματα της τηλεοπτικής εκπομπής – ενός τοκ σόου – που θα παρουσιάσει σε κρατικό κανάλι – ένα μεγάλο βήμα για την κοινωνία της Κίνας. Ετσι εκπληρώνει μια ακόμη επιθυμία: «Θα μιλήσω, δίχως να φοβάμαι τη λογοκρισία, για όσα μας απασχολούν αλλά δεν τολμάμε να ρωτήσουμε».