Φαντασμαγορικό θέαμα οι ουρές στο Σύνταγμα, την καρδιά της πρωτεύουσας, για μια χούφτα ζαρζαβατικά που τα μοίραζαν αγρότες της Βοιωτίας. Εκείνοι για λόγους «μάρκετινγκ» των προϊόντων τους, που έχουν ενοχοποιηθεί ότι μολύνονται από τον Ασωπό. Η κίνησή τους με όρους διαφήμισης άριστη. Αλλά σε έναν κόσμο, ο οποίος έχει εθιστεί στη γλώσσα του ριάλιτι, παραμερίστηκε το εμπορικό στοιχείο από ένα φαντασμαγορικό μελό που ανέδειξε τις ουρές των ανθρώπων σε σύμβολο της φτώχειας του τόπου.

Το ίδιο βράδυ, τυχαία στο ζάπινγκ έπεσα σε ένα ξένο πρόγραμμα με κωμικά στιγμιότυπα του Μακεδονία TV. Πασίγνωστο και παμπάλαιο είδος τηλεόρασης, όπου η ομάδα μιας εκπομπής σκηνοθετεί διάφορες παγίδες για αφελείς περαστικούς, βασισμένες στην ψυχολογία του καθημερινού ανθρώπου. Το αστείο της υπόθεσης είναι η άγνοια ύπαρξης της κάμερας που διευκολύνει αυθόρμητες και ανεξέλεγκτες από κοινωνικά φίλτρα αντιδράσεις. Γελοίο, κατά τη γνώμη μας, είδος τηλεόρασης το οποίο εκμεταλλεύεται την αφέλεια, αλλά από τη δεκαετία του ’60 που πρωτοπαρουσιάστηκε επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς τίτλους και εκδοχές από πλήθος καναλιών.

Το συγκεκριμένο σκετς είχε στηθεί στο ισόγειο ενός εμπορικού κέντρου και είχε πάνω σε ένα τραπέζι μεγάλες γαβάθες με αχνιστό φαγητό. Μια κοπέλα ντυμένη σερβιτόρα κάλυπτε την ταμειακή μηχανή που είχε τοποθετηθεί στην άκρη του πάγκου έτσι ώστε να φαίνεται ότι πρόκειται για δωρεάν προσφορά. Συνήθης τακτική, άλλωστε, διαφόρων εταιρειών τροφίμων που στήνουν ανάλογους πάγκους σε σούπερ μάρκετ. Εξ ου και οι περαστικοί άπλωναν ευχαρίστως το χέρι για να παραλάβουν το πλαστικό πιατάκι, ξέχειλο με λαχταριστό γεύμα. Αλλά καθώς κάθονταν στο τέλος του πάγκου για να φάνε, η σερβιτόρα σήκωνε το κάλυμμα της ταμειακής μηχανής και αίφνης οι μπουκωμένοι τζαμπατζήδες έμεναν άναυδοι.

Κύριοι καλοντυμένοι με κομψά παλτό, κυρίες με τα κολιέ τους, ζευγάρια με σακούλες ψώνια, όλοι έσπευδαν να γευτούν το δωρεάν φαγητό, αλλά πάθαιναν σοκ μπροστά στην ξαφνική θέα του ταμείου. Μια ηλικιωμένη, με ταγέρ τύπου Σανέλ μάλιστα, έφτυσε πίσω στο πιατάκι την μπουκιά της και επέμενε να το επιστρέψει. Μετά η ψευτοσερβιτόρα αποκάλυπτε την ύπαρξη κρυφής κάμερας και όλοι γελούσαν.

Η εκπομπή δεν ήταν ελληνική, για να μην ενοχοποιούμε τον Ελληνα σαν τον μοναδικό «τζαμπατζή» ανά την υφήλιο. Απλώς οι ελληνικές ουρές για τα ζαρζαβατικά έχουν φόντο την πικρή συγκυρία του τόπου και είναι ανοιχτές σε τηλεοπτικές εύκολες ερμηνείες τους. Οχι ότι δεν υπάρχουν φτωχοί και δη νεόπτωχοι. Η εκπομπή του Παύλου Τσίμα τις προάλλες για τους αστέγους έδινε την πλήρη εικόνα μιας δυστυχίας που απλώνεται ραγδαία, όπως και οι κατά καιρούς εμφανίσεις αστέγων και νεόπτωχων στα πάνελ επιβεβαιώνουν τον εφιάλτη ενός κόσμου που βιώνει την πιο άγρια διάψευση των ελπίδων του. Οπως και είναι επόμενο να έκαναν τον γύρο του κόσμου οι σκηνές του συνωστισμού απλών ανθρώπων μπροστά στους πάγκους της Πλατείας Συντάγματος, γιατί το μελό του ριάλιτι είναι παγκόσμια μιντιακή «γλώσσα», με τους εύκολους συνειρμούς και τις «αυταπόδεικτες» ερμηνείες, ειδικώς αυτή την εποχή.

Ωστόσο, η τρομολαγνική εκμετάλλευση της δυστυχίας κάθε άλλο παρά «εφεύρεση» των χαλεπών καιρών είναι. Αντιθέτως, θριάμβευσε ως τηλεοπτικός λόγος τις εποχές της ευημερίας, αναδεικνύοντας την κάμερα σε πανάκεια για την επίλυση πλήθους προβλημάτων, μηδέ της φτώχειας – ατομική εμφανιζόταν τότε – εξαιρουμένης. Εκτυφλωτικά προσωπικά δράματα που συσκότιζαν τις αιτίες πρόκλησής τους.

Εξ ου και πιο τρομακτικό από τις ουρές για μια σακούλα δωρεάν ζαρζαβατικά – που στο κάτω κάτω είχαν διαφορετικό διαφημιστικό στόχο – είναι οι αυθαίρετες, πολύ τηλεοπτικές και ως εκ τούτου μελό ερμηνείες τους, οι οποίες μετατρέπουν τους ανθρώπους αυτής της χώρας σε ένα είδος ηθοποιών της τραγωδίας της. Οσο πιο εξαθλιωμένοι εμφανίζονται τόσο μεγαλύτερη συμπάθεια κερδίζουν ως θύματα και, ίσως, μια λύση εξ ουρανού. Αλλά ο εθισμός στο ριάλιτι είναι μεγαλύτερη δυστυχία από την ίδια τη φτώχεια.