Αν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε δεχθεί το μεγάλο κρατικό βραβείο, τότε είναι η αλήθεια πως απλώς θα έπαιρνε θέση σ’ έναν κατάλογο βραβευθέντων, ο οποίος με την πάροδο των ετών κινδυνεύει να γίνει μακρύς. Από το 1998 που θεσπίστηκε ώς σήμερα πάντως περιλαμβάνει πρόσωπα που το άξιζαν και τα θυμόμαστε για το έργο τους ούτως ή άλλως κι άλλα που το εδικαιούντο λόγω επετηρίδας. Της γνωστής «ωρίμασης» που σε θέλει ώς τα εξήντα σου περίπου να θεωρείσαι «πολλά υποσχόμενος», αν επιζήσεις «καταξιωμένος» και μετά να βραβευθείς ως ευδοκίμως υπηρετήσας τα γράμματα, την πατρίδα και το εν γένει πνεύμα.

Αν το είχε απλώς δεχθεί, δεν θα έφερε τον τίτλο του μοναδικού που δεν το δέχτηκε, ώς σήμερα τουλάχιστον. Ούτε θα είχε προκαλέσει την οργασμική ευφορία που παρατηρείται από προχθές στους κύκλους των άτεγκτων θαυμαστών του: «Επιτέλους ένας άνθρωπος που ξεχωρίζει, και δικαίως ξεχωρίζει, γι’ αυτό καλά έκαναν και του το έδωσαν, όμως ο ίδιος δεν θέλει να ξεχωρίζει και καλά έκανε και δεν το δέχτηκε». Ξεχωρίζει άθελά του, σαν τη βροντή και τον κεραυνό. Είναι κάτι σαν φυσικό φαινόμενο. Από την εξίσωση λείπει η ποίηση, αλλά το κενό το καλύπτει ο χαρακτήρας του ανυπότακτου, όπου «ανυπότακτος» στις μέρες μας ταυτίζεται με το απλώς εριστικός.

Με τον γνώριμο σεβασμό στα μεγέθη και στις αναλογίες τους που μας διακρίνει, κάποιος έφτασε να τον συγκρίνει με τον Σαρτρ και τον Μπέκετ που δεν δέχθηκαν το Νομπέλ. Τι Λωζάννη, τι Κοζάνη. Ο ίδιος πάντως είχε φροντίσει να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις του με τους νομπελίστες. Ο ένας, ο Σεφέρης, βραβεύτηκε «γιατί έγλειφε» κι ο άλλος, ο Ελύτης, «ήταν τεμπέλης και έτρεχε με τις πιτσιρίκες». Οντως, αν γλείφεις και είσαι τεμπέλης, δεν σου μένει και πολύς καιρός για να δημιουργήσεις στίχους όπως «τα πρόβατα απήργησαν, ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής». Το Νομπέλ, έχει πει, τους το έδωσαν «οι δημοσιογράφοι», ενώ σ’ αυτόν το έδωσαν τα παιδιά της επιτροπής. Καθαρές κουβέντες, όσο καθαρός είναι και ο ναρκισσισμός της μετριοφροσύνης του ανθρώπου που ξεχωρίζει γιατί δεν θέλησε να ξεχωρίζει.

Για να ‘μαι ειλικρινής, την ποίηση του Χριστιανόπουλου δεν την ξέρω. Και φοβάμαι πως δεν θα τη μάθω ποτέ. Η ελληνομάθειά μου έχει πολλά κενά, ένα παραπάνω δεν κάνει διαφορά. Ούτως ή άλλως, η όλη φασαρία δεν γίνεται για την ποίηση. Γίνεται για τη δημόσια παρουσία του ποιητή, την «ιδεολογία της ατάκας» που εδώ και χρόνια ευνουχίζει κάθε απόπειρα σοβαρότητας στον δημόσιο λόγο.

Και μια λεπτομέρεια για το τέλος. Μήπως πρέπει κάποτε να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε πώς και γιατί το ελληνικό κράτος είναι το μοναδικό στην Ευρώπη που απονέμει το ίδιο λογοτεχνικά βραβεία; Λόγω αυξημένης ευαισθησίας στο έργο των λογοτεχνών του; Τόση ευαισθησία που για να εισπραχθεί το χρηματικό αντίτιμο, όποτε εισπραχθεί, απαιτείται φορολογική ενημερότητα. Αυξημένη ευαισθησία υπήρχε και στην Σοβιετική Ενωση και στη Βουλγαρία του Ζίβκοφ, θα μου πείτε. Κι αυτό το τελευταίο με όλο τον σεβασμό στους υπόλοιπους βραβευμένους.