Πάει πολύς καιρός που καθόμαστε όλοι μαζί κι αντάμα σ’ αυτόν τον άβολο καναπέ της αγωνίας μετά τρόμου. Κι όσο πάμε στριμωχνόμαστε και περισσότερο.

Μέρα τη μέρα η απειλή της άτακτης χρεοκοπίας μοιάζει όλο και πιο πολύ στην εξαδέλφη της την «άτακτη φυγή». Ανθρωποι να τρέχουν απελπισμένοι προς κάθε αδιέξοδο περιτριγυρισμένοι απ’ τις φωτιές που έχουν φτάσει κιόλας στα μπατζάκια τους. Μωρά να κλαίνε στην αγκαλιά μιας άγνωστης, οι πολιτικοί να στήνουν κυβέρνηση εθνικής ενότητας στο ανύπαρκτο αντιτορπιλικό «Ναύαρχος Κουντουριώτης» και να γυρνάνε τη Μεσόγειο με τη σημαία της ζητιανιάς επαρμένη, η τηλεόραση να παίζει τούρκικα, τα σούπερ μάρκετ υπό μορφήν βεγγαλικών να φωτίζουνε τις νύχτες, μαυραγορίτες ντυμένοι άνθρωποι να πουλάνε το λάδι δυο ρετιρέ το ένα κιλό, γυναίκες να νοικιάζονται για μισή σοκοφρέτα το μήνα, ο ουρανός επί καθημερινής βάσεως σαν γραμμένος με μολύβι που μόλις έσβησε τεράστια μια γομολάστιχα, η Αλέκα να παθαίνει πολιτικό κολάψους που είδε το όνειρό της να γίνεται πραγματικότητα και να τραγουδάει στο Σύνταγμα εν εξάρσει «Απόψε κάνω μπαμ», η τηλεόραση να παίζει τούρκικα, το Μουσείο της Ακρόπολης στα χέρια των γερμανοτσολιάδων, κουκουλοφόροι να δείχνουν με το δάχτυλο όποιον ψήφισε Παπανδρέου, ενώ η ΠΟΣΠΕΡΤ στο μετερίζι της ενημέρωσης θα μάχεται με νύχια και με δόντια για την αναβάθμιση της ΕΡΤ, επειδή δε δεν θα εκπέμπει και δεν θα έχουν πού να την προβάλουν την διαμαρτυρία τους θα έρχονται στα σπίτια ανά τριάδες και θα αναρτούν την ανακοίνωση γραμμένη ιδιοχείρως στην ίδια τη συσκευή να μην μπορείς να φχαριστηθείς που η τηλεόραση θα παίζει μόνο τούρκικα.

Στις γλάστρες όλες θα σπέρνονται ραδικοβλάσταρα και λαχανίδες, όλα τα λιγούστρα (κι όμως αυτό όσο κι αν δεν του φαίνεται είναι καλλωπιστικό φυτό των τελευταίων ετών), όλα τα λιγούστρα λοιπόν θα ξεριζωθούν και τη θέση τους θα πάρουν κράμβες (λάχανα) και ανθοκράμβες (κουνουπίδια), οι δε πισίνες θα γίνουν λαϊκά πλυντήρια να πλένει ο λαός τα άπλυτά του στη φόρα.

Ιερωμένοι με τα άμφια, τα καλυμμαύχια, τις επιχρυσωμένες μίτρες και το ματσάκι βασιλικό στο χέρι θα περιφέρονται για να κάνουν δωρεάν τον αγιασμό των χρημάτων. Στρατιώτες έφεδροι με το τουφέκι στον ώμο θα ρωτάνε τους περαστικούς «Πώς πολεμάνε ρε μεγάλε;».

Τραπεζίτες ντυμένοι οικονομικοί μετανάστες θα στριμώχνονται για να γυρίσουν στην εξωτική Ελβετία, έλληνες (κατά τη γνώμη τους) εφοπλιστές θα πλέουν στα διεθνή ύδατα πλησίον των νήσων για να αναπνεύσουν λίγη ντόπια αρμύρα γιατί δεν διανοείσθε πόσο αγαπούν την Ελλάδα αυτά τα παιδιά (τα οποία και «πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Ή καλύτερα «πριν πεινάσουμε αυτοί τα έχουν ήδη μαγειρέψει»)…

Αυτά και άλλα πολλά και εξίσου δυσοίωνα διατείνεται το Πανελλήνιον, αλλά εγώ που κουράστηκα, βαρέθηκα να ακούω τις φωνές των δρόμων και των διαδρόμων, λέω να πάω για ύπνο. Να δω κάνα ωραίο όνειρο να ξανασάνω. Πέφτω στο κρεβάτι παίρνω τον στίχο μαξιλάρι γιατί…

«Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στην θάλασσα».