Το να μιλάει κανείς για εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ αποτελεί πλεονασμό. Γιατί στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει μόνο μια εξέλιξη και αυτή αφορά την πορεία ραγδαίας μείωσης όχι μόνο των ποσοστών του αλλά του κύρους του στην ελληνική κοινωνία. Αν ένα κόμμα οδηγείται σε ραγδαία μείωση των εκλογικών του ποσοστών, αυτό αποτελεί μεγάλο αλλά όχι ανυπέρβλητο πρόβλημα. Αν όμως ένα κόμμα χάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών γιατί αφήνεται να νοηθεί πως εγκατέλειψε αμαχητί τις αρχές του, τότε αυτό το κόμμα δεν χάνει μόνο ποσοστά αλλά και τον λόγο ύπαρξής του. Επειδή εξακολουθώ να θεωρώ επιτακτική την ανάγκη ανασύνθεσης του χώρου της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς, δεν αδιαφορώ για το μέλλον του ΠΑΣΟΚ.

Αλλά από το 2004 και ύστερα σε αυτό το κόμμα έγιναν αυτοκτονικές επιλογές. Αρχικά το ιδιαίτερα σημαντικό έργο της οκταετίας Σημίτη εγκαταλείφθηκε βορά στους τραγκισμούς και τριανταφυλλο-ποπουλισμούς του μιντιακού μας συστήματος. Αντί να υποστηριχτεί μια οκταετία στην οποία έγιναν βήματα προς έναν δειλό αλλά εμφανή εξευρωπαϊσμό της χώρας, το ΠΑΣΟΚ κρύφτηκε πίσω από έναν λόγο που συνδύαζε μετανεωτερικότητα και λαϊκισμό.

Το ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά το 2004 επιχείρησε να μιλήσει για τομείς και πλευρές της «ανθρώπινης κατάστασης» που δεν υπάγονταν στο περιβάλλον των άμεσων πολιτικών εξουσιών, όπως η γλώσσα, η σεξουαλικότητα, ο σεξισμός, ο ρατσισμός και τα δικαιώματα των μεταναστών, οι ειδικές μορφές κοινωνικής ανισότητας. Μίλησε για τομείς που οφείλουν την ανάδειξή τους στη μετανεωτερική θεώρηση. Η διεύρυνση του αριστερού λόγου και προς ζητήματα που δεν αφορούν μόνο τη λαϊκή κυριαρχία, την ταξική εκπροσώπηση και το δημόσιο συμφέρον, είναι ιδιαίτερα θετική εξέλιξη.

Τα πράγματα όμως γίνονται πολύ πιο σύνθετα, αν τα μετανεωτερικά αιτήματα υποκαθιστούν την αντίληψη που θέλει τα κόμματα να είναι διαμεσολαβητές και εκφραστές πρωτίστως καθολικών συμφερόντων. Ετσι στο ΠΑΣΟΚ τη θέση του λόγου για την εξουσία και τη διακυβέρνηση κατέλαβε μια αντίληψη περί συμμετοχικής και δημοψηφισματικής δημοκρατίας, η οποία θέλει αδιαμεσολάβητη τη σχέση ηγέτη και μαζών. Η πολιτική γίνεται ο χώρος στον οποίο ο ηγέτης λογοδοτεί απευθείας στον λαό. Και επειδή ο λαός δεν αποτελεί συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο, δεν λογοδοτεί πουθενά. Αν επίσης θεωρούμε την πολιτική ως τον χώρο στον οποίο κυριαρχούν διαφορές αντιλήψεων και όχι διαφορές ταξικών συμφερόντων, τότε νομιμοποιείται η υποκατάσταση των κομμάτων από κινήσεις πολιτών ή ΜΚΟ. Σε αυτή την περίπτωση, η πολιτική αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές επιταγές ως άθροισμα κατακερματισμένων ατομικών απόψεων και όχι ως τον χώρο όπου συγκροτούνται και γενικεύονται τα ατομικώς αναδεικνυόμενα συλλογικά συμφέροντα.

Ετσι το ΠΑΣΟΚ το 2009 βρέθηκε απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική κρίση της χώρας. Την ίδια στιγμή που η μετανεωτερική ψυχή καταλάμβανε τον χώρο που στο κόμμα κατείχε έως τότε η εκσυγχρονιστική, η άλλη του ψυχή, η λαϊκίστικη, εξακολουθούσε τον δικό της «πόλεμο θέσεων». Ετσι, το μεν μετανεωτερικό ΠΑΣΟΚ δεν κατανόησε το βάθος της κρίσης, το δε λαϊκίστικο δεν κατανόησε τον χαρακτήρα της κρίσης. Και όταν λέω χαρακτήρα εννοώ αυτό που από πολλούς ονομάστηκε προδοσία του κινήματος έναντι των ιδεών του. Αυτό το λαϊκίστικο ΠΑΣΟΚ δεν κατανόησε πως το 2009 κατέρρευσε αυτή ακριβώς η ιδεολογία για την οποία σήμερα οδύρεται για την απεμπόλησή της από το κόμμα. Η ιδεολογία δηλαδή του συνόλου του πολιτικού μας συστήματος, η οποία έβλεπε το κράτος ως επιχειρηματία και διανομέα θέσεων εργασίας.

Το ΠΑΣΟΚ συρρικνώνεται γιατί είναι το θύμα μια πολιτικής που αντί να υπερασπίζει το δημόσιο συμφέρον, υπεράσπιζε τα συμφέροντα στενών συντεχνιακών κύκλων. Είναι αυτοί οι συντεχνιακοί κύκλοι που το εγκαταλείπουν, αλλά στην εγκατάλειψή τους αυτή παρασύρουν και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, που γαλουχήθηκαν με την ιδέα πως ο κρατισμός είναι Αριστερά.

Αν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ θέλει να επιζήσει, πρέπει να στηριχτεί σε εκείνες τις δυνάμεις που επικεντρώνουν την προσοχή τους στη διαμόρφωση και στη χώρα μας ενός πολιτικού λόγου, που δεν θα φοβάται να εκφράζει την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού χώρου. Ενός χώρου, ο οποίος θα εκφράζει το πάντρεμα των αιτημάτων της άρσης των ανισοτήτων με τα αιτήματα ενίσχυσης της ελευθερίας των δημιουργικών κοινωνικών δυνάμεων. Αλλιώς, αν παραμείνει στα σημερινά, τότε θα ολοκληρώσει τα μετέωρα βήματά του προς το πολιτικό του αδιέξοδο.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι μεγάλες απουσίες» από τις εκδόσεις Πόλις