Αφορμή για την επιφυλλίδα αυτή στάθηκε το τυχαίο συναπάντημα με τρία ζευγάρια στον ίδιο δρόμο και σε ελάχιστη απόσταση το ένα από το άλλο που, άγνωστα μεταξύ τους, δεν φαινόταν να ενδιαφέρονται ώστε να μην ακουστεί ό,τι λέγανε. Αν ό,τι λέγεται στους δρόμους, αυτοσχέδια, τυχαία, φαινομενικά παράταιρο ή ασήμαντο, ακόμη και με χάχανα και υπερβολές, γινόταν να το «μαζέψει» κανείς, θα κέρδιζε, σε περίπτωση που ήταν πολιτικός, με συντριπτική πλειοψηφία τις όποιες εκλογές. Αν μάλιστα ήταν δημοσιογράφος, θα κατέστρωνε την πιο παλμώδη και σπαρταριστή εφημερίδα, που κανένα βιβλίο και καμιά τηλεοπτική εκπομπή δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν το περιεχόμενό της.

Για έναν ανήσυχο σημερινό άνθρωπο, ο «δρόμος» μπορεί να μεταβληθεί σε ιδεολογία ή σε φιλοσοφία που κανένα μπαρ ή facebook δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Το τυχαίο άκουσμα σε έναν δρόμο όσο περισσότερο σε θυμώνει και σε εξοργίζει τόσο περισσότερο σε πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά του προβλήματος που πονοκεφαλιάζουμε να λύσουμε με τις πολύωρες προγραμματισμένες συνάξεις. Είναι πολύ χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή – σε σχέση δηλαδή με τη βαθύτερη «πληροφορία» που προσλαμβάνουμε χάρη στον δρόμο – το περιστατικό με τον Κίμωνα Κουλούρη ή αυτό που έχει εξομολογηθεί η Μαρίνα Καραγάτση για τον πατέρα της, πως αν ζούσε ο δημιουργός του «Γιούγκερμαν» και της «Χίμαιρας», θα σύχναζε στην Πλατεία Ομονοίας ή σε άλλες πλατείες προκειμένου να ακούει τι λένε οι μετανάστες μεταξύ τους.

Ωστόσο κοντεύουμε να ξεχάσουμε τα τρία ζευγάρια της οδού Σκουφά, που είναι το θέμα μας και που η ιδιαιτερότητά τους δεν έγκειται στην εμφάνισή τους αλλά σε αυτά που λέγανε. Δεν χρειαζόταν να στήσεις αυτί για να ακούσεις το ένα δεσποινάριο του πρώτου ζευγαριού να λέει στο δεύτερο «για μένα το μέγα θέμα είναι ο κομμωτής να πετύχει το μακρύ καρέ μαλλί. Απαξ και το πετύχει αυτό, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα». Κατά πολύ σοβαρότερο το θέμα που συζητούσαν οι άνδρες του δεύτερου ζευγαριού, θα άκουγες τον έναν να λέει στον άλλον με το ύφος της αυθεντίας και σαν να επρόκειτο για μια άποψη που ακουγόταν για πρώτη φορά στον κόσμο ότι «με όλα αυτά αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά η γύμνια των ελλήνων πολιτικών και της πολιτικής ζωής». Για να φτάσουμε στο τρίτο ζευγάρι – και τα τρία ζευγάρια σε ένα μήκος είκοσι το πολύ μέτρων -, έναν ιερωμένο, έναν παπά, που με ειλικρινέστατη στο πρόσωπο αγωνία και σαν να αφορούσε σε θέμα που είχε προκύψει πριν από λίγες ώρες να λέει σε έναν νεαρό ότι «δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, αφού ο Χριστός ήρθε στον κόσμο και σταυρώθηκε για χάρη μας».

Αν δημοκρατία είναι να λέει ο καθένας μας ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, τότε δεν έχουμε δημοκρατία. Απλά βιώνουμε μια καταχρηστική έννοια ελευθερίας που ελάχιστα απέχει από τη δουλεία – και μάλιστα την εθελοδουλία που είναι κάτι πολύ χειρότερο. Αν οι τρεις δυάδες θεωρηθούν ενδεικτικές της ελληνικής κοινωνίας, το φαινόμενο της κρίσης, το απτό, το συγκεκριμένο, το αντιμετωπίζουμε με έναν τρόπο που δείχνει ότι θέλουμε να του ξεφεύγουμε διαρκώς. Με την ανοησία, όπως οι δυο νεαρές. Με την όξυνση της προσωπικής μας έπαρσης, όπως οι δύο άνδρες, καθώς φαίνεται να μας ενδιαφέρει περισσότερο ο εαυτός μας παρά το πρόβλημα αυτό καθαυτό. Με τη σύγχυση και την άγνοια της πραγματικότητας, όπως ο ιερωμένος, η συμπαθέστερη κατά βάθος περίπτωση καθώς αναγνώριζες τη σωτήρια, σε προσωπικό επίπεδο, αφέλεια.

Τρία όμως στοιχεία – ανοησία, έπαρση, σύγχυση – που ο συνδυασμός τους παράγει ένα μείγμα εκρηκτικό, όχι με την έννοια της εξέγερσης αλλά μιας ατέρμονης συνειδησιακής νωθρότητας. Οπως αυτή ακριβώς που ζούμε δυστυχώς σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»