Η επιστολή της τρόικας προς τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (24.12.2011), που υποδεικνύει την αναγκαιότητα μείωσης των κατώτερων μισθών, κατάργησης των μισθολογικών ωριμάσεων και του 13ου και του 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των επικουρικών συντάξεων για τη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και τη μείωση του υψηλού επιπέδου ανεργίας στη χώρα μας, στην ουσία στοχοποιεί ως συνενόχους του σεναρίου χρεοκοπίας τα συνδικάτα και τους εργαζομένους που δεν αποδέχονται την υλοποίηση των προαναφερθέντων μέτρων λιτότητας. Και αυτό γιατί η τρόικα συνδέει την εφαρμογή των προαναφερθέντων μέτρων λιτότητας με την εκταμίευση των 89 δισ. ευρώ και μέρος των 30 δισ. ευρώ που θα διατεθούν στις τράπεζες. Διαφορετικά, όπως ανακοίνωσε ο έλληνας Πρωθυπουργός (4.1.2012), η διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας μας θα οδηγήσει σε συνθήκες άτακτης χρεοκοπίας και σε έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τη ζώνη του ευρώ.

Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η κατηγορηματική άρνηση των «συνενόχων» στα συγκεκριμένα μέτρα λιτότητας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από την κυβέρνηση με πρωτοβουλίες παρεμβατικής θεσμικής εκτροπής, παραβιάζοντας τη συνταγματική ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μεταξύ των κοινωνικών συνομιλητών.

Παράλληλα, δεν τίθενται επί τάπητος η αξιολόγηση και οι ευθύνες του οικονομικού και κοινωνικού αδιεξόδου, καθώς και της προοπτικής της «ιστορικής χρεοκοπίας» όπως αποκαλείται, με την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας του Μνημονίου 1 και 2, της υφεσιακής καθίζησης, της έκρηξης της ανεργίας, της απειλητικά δυσμενούς οικονομικής κατάστασης των ασφαλιστικών ταμείων, της αποσάθρωσης των εργασιακών σχέσεων, της μείωσης των μισθών και συντάξεων και της μονομερούς φορολογικής επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας που προκάλεσαν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, προκειμένου να βελτιωθεί διαμέσου της «εσωτερικής υποτίμησης» το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών. Ωστόσο ο στόχος αυτός, μεταξύ των άλλων, της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής νεοφιλελεύθερης έμπνευσης δεν επιτεύχθηκε, αφού το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2011 σε σύγκριση με τις 35 πλέον ανταγωνίστριες οικονομίες μειώθηκε κατά 3,7%, χωρίς παράλληλα να έχει βελτιωθεί το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό γιατί τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα είναι κυρίως διαρθρωτικά και ποιοτικά και δεν αφορούν, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται από την τρόικα και τους φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής, το κόστος εργασίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόσταση που χωρίζει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης είναι σημαντική (2011) και ανέρχεται σε 12,1% ως προς τη Γερμανία (με βάση 100 για τη Γερμανία, ο δείκτης ανέρχεται σε 87,9 για την Ελλάδα και 81,1 για την Πορτογαλία). Παράλληλα, η έρευνα (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2011) απέδειξε ότι οι επιχειρήσεις δεν μετακυλίουν ολόκληρη τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στις τιμές των προϊόντων αλλά επιδιώκουν να βελτιώσουν διαμέσου των πολιτικών λιτότητας τα περιθώρια κέρδους. Ετσι, στη διάρκεια της διετίας 2009-2011, ενώ υπήρξε στην Ελλάδα μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, τα περιθώρια κέρδους αυξήθηκαν. Αυτό αποτελεί ισχυρή απόδειξη (πληθωρισμός 4,7%) ότι στις παρούσες συνθήκες οικονομικής κρίσης και ύφεσης συντελείται η μετακύλιση μόνο ενός μικρού μέρους της μείωσης του κόστους εργασίας στις τιμές. Πιο συγκεκριμένα, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1995-2009, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος των 35 βιομηχανικών χωρών, αυξήθηκε συνολικά κατά περίπου 5%. Αυτό σημαίνει ότι από την αύξηση του σταθμισμένου μοναδιαίου κόστους εργασίας σε δολάρια (23%), το 18% οφειλόταν στις μεταβολές της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, δηλαδή στην ανατίμηση του ευρώ, και μόνο 5% στις διεκδικήσεις των εργαζομένων για υψηλότερες αποδοχές.

Γι’ αυτόν τον λόγο ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε την περίοδο 1995-2009 κατά -26,8% εξαιτίας των αυξήσεων των μισθών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Για την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας οι αυξήσεις των μισθών στην Ελλάδα «ευθύνονται» μόνο κατά ένα μικρό μέρος, περίπου κατά ένα πέμπτο. Από την άποψη αυτή είναι προφανές ότι το σενάριο της «άτακτης χρεοκοπίας» δεν μπορεί ουσιαστικά και αντικειμενικά να αναζητεί συνενόχους στους κατώτατους μισθούς και στις μισθολογικές διεκδικήσεις της μισθωτής εργασίας.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ