Τα τελευταία βράδια περνάω συχνά από την πλατεία Συντάγματος. Κάποιες φορές, απέναντι από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», υπάρχει μια επιγραφή που γράφει «300 Ελληνες» – ή κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δυο-τρία άτομα, ένα από τα οποία φοράει πάνω του μια μεγάλη ελληνική σημαία με τρόπο που δεν μου επιτρέπει να καταλάβω αν το κάνει λόγω συμπάθειάς του προς την πατρίδα ή απλώς επειδή κρυώνει. Τις προάλλες παρατηρούσα καμιά δεκαριά γυναίκες στο πεζοδρόμιο που βρίσκεται φάτσα από τη Βουλή. Ενα CD player συνδεδεμένο με τηλεβόα έπαιζε στη διαπασών (και αρκετά παραμορφωμένα) την αγαπημένη επιτυχία του Γιάννη Μηλιώκα «Για το καλό μου, για το καλό μου…».

Τι έγιναν λοιπόν οι «Αγανακτισμένοι»; Λίγοι μόνο μήνες έχουν περάσει από την εποχή που η πλατεία Συντάγματος ήταν κατάμεστη από κόσμο σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κοινωνικά φαινόμενα που παρατηρήθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Η μυστηριώδης εξαφάνιση αυτών των ανθρώπων δεν έχει, φυσικά, να κάνει με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Λουκά Παπαδήμο. Η συγκεκριμένη «κίνηση» ατόνησε επιδεικτικά μετά την ψήφιση του δεύτερου Μνημονίου και όλες οι προσπάθειες ανάνηψής της μετά τα «μπάνια του λαού» κατέληξαν σε οικτρή αποτυχία.

Με μια πρώτη ματιά, η εξέλιξη αυτή μοιάζει πολύ παράξενη. Μην ξεχνάμε ότι τους τελευταίους μήνες όχι μόνο είχαμε νέα, ιδιαιτέρως επαχθή, μέτρα αλλά και μια πρωτοφανή πολιτική αστάθεια, η οποία έπιασε κόκκινο μετά την ανακοίνωση από τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου ότι θα προσφύγει σε δημοψήφισμα. Επίσης, είδαμε να ξεδιπλώνεται στις ΗΠΑ (και όχι μόνο, σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ξεδιπλώθηκαν ανάλογες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας) η κίνηση «Occupy Wall Street» η οποία θα μπορούσε κανείς να πει (λίγο ιερόσυλα, είναι η αλήθεια) ότι παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με τους εδώ «Αγανακτισμένους».

Γιατί λοιπόν οι εδώ «Αγανακτισμένοι» εξαφανίστηκαν;

Στα μάτια μου, οι λόγοι είναι προφανείς. Ενα από τα θετικά στοιχεία των «Αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος το περασμένο καλοκαίρι ήταν η εντυπωσιακή μαζικότητα που επέδειξαν. Στο peak τους μετρούσαν αρκετές δεκάδες χιλιάδες κόσμου. Επρόκειτο για ένα πλήθος το οποίο προφανώς δεν αποτελούνταν μόνο από τους διάφορους ακραίους που κράδαιναν απειλητικά τις κρεμάλες.

Ισα ίσα, ένα μεγάλο κομμάτι των «Αγανακτισμένων» της πλατείας ήταν άνθρωποι όντως προβληματισμένοι. Μερικοί απ’ αυτούς, αλλά όχι όλοι, ήταν άνεργοι ή με σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Οι περισσότεροι, κατά τα φαινόμενα, ήθελαν να βρουν έναν τρόπο να διαμαρτυρηθούν για τη διαφθορά και την έλλειψη αξιοκρατίας που τους (μας) οδήγησαν ώς εδώ.

Τι είδαν λοιπόν όλοι αυτοί οι «Απαυδισμένοι» (κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι πιο σωστή απόδοση στα ελληνικά του ισπανικού «Indignados» από τον όρο «Αγανακτισμένοι» που επικράτησε, και βεβαίως παραπέμπει σε άλλες σκοτεινές εποχές);

Κατ’ αρχάς, συνάντησαν ουσιαστικά δύο πλατείες: την «πάνω», η οποία, γιομάτη Κολοκοτρωναίους και Λεωνίδες, θύμιζε εμποροπανήγυρη την εποχή της ενδόξου «Επαναστάσεως» του Γεωργίου Παπαδοπούλου, και την «κάτω», ένα κράμα δηλαδή του Μάη του ’68 και του «Καφενείου των φιλάθλων», χωρίς φυσικά το μεγαλείο του πρώτου αλλά ούτε και το χιούμορ του δεύτερου. Αντίθετα μάλιστα με τους πιονιέρους του συγκεκριμένου κινήματος, τους Ισπανούς, οι έλληνες «Αγανακτισμένοι» στην ουσία δεν παρουσίασαν ποτέ το παραμικρό αίτημα. Αρκέστηκαν σε συνθήματα τύπου «Ε-ε-ε, ο-ο-ο, πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από δω»…

Ενας άνθρωπος όμως που δεν «βγαίνει» οικονομικά, που δεν ξέρει αν αύριο θα έχει σπίτι, φαγητό, δυνατότητα να σπουδάσει τα παιδιά του και που ψάχνει εναγωνίως για δουλειά (ή προσπαθεί, επίσης εναγωνίως, να μειώσει τις απώλειες) έχει σοβαρότερα πράγματα να κάνει από το να ξημεροβραδιάζεται στις πλατείες μόνο και μόνο για να τραγουδάει καλαμπούρια για την κοιλιά του Πάγκαλου. Γι’ αυτό οι «Αγανακτισμένοι» της πλατείας Συντάγματος έχασαν σύντομα την ταυτότητα, τον λόγο ύπαρξης και το λαϊκό έρεισμά τους. Μάλιστα η αδυναμία τους να υπερασπιστούν τον (εντυπωσιακά) ειρηνικό χαρακτήρα τους από τους (προερχόμενους από αλλού) κουκουλοφόρους τραμπούκους, που κάποια στιγμή παρεισέφρησαν σε αυτούς, υπέγραψε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου τους.

Τι ήταν όμως οι «Αγανακτισμένοι»; Ακόμα μία μόδα; Είναι αλήθεια ότι για ένα διάστημα το Σύνταγμα εθεωρείτο πιο trendy και από την πλατεία Καρύτση… Κατά τη γνώμη μου, όμως, ήταν μια τεράστια χαμένη ευκαιρία. Σε μια δύσκολη περίοδο της χώρας οι Ελληνες είχαν την ευκαιρία να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους – με την καλή έννοια. Να κινηθούν μακριά από χειραγωγήσεις και δημαγωγίες, να καταθέσουν μια ουσιαστική εναλλακτική πρόταση.

Η καλή πρόθεση υπήρχε. Η ευκαιρία όμως χάθηκε.

Ο Θανάσης Χειμωνάς είναι συγγραφέας