Οι «Δούλες» του Ζενέ γράφτηκαν και παίχτηκαν το 1949 στο Παρίσι και τις σκηνοθέτησε ο πολύς Ζουβέ. Στα 62 χρόνια που πέρασαν κύλησε πολύ νερό στη θεατρική ιστορία και τα έργα που στηρίζονται στο εύρημα συχνά παλιώνουν γιατί εν τω μεταξύ μεσολαβούν μιμήσεις, παραλλαγές ή κριτικές ανατροπές του.

Στις «Δούλες» η συνταγή δεν πετυχαίνει πάντα. Εδώ ο σκηνικός μύθος πολύ συχνά από σημαίνον γίνεται αυτός ο ίδιος σημαινόμενο, αντί δηλαδή να αφηγηθεί σκηνικά μια σχέση για να της δώσει νόημα, νόημα έχει μόνο ο μύθος, ως μύθος (η Κλαίρη και η Σολάνζ, δύο δούλες αδελφές παίζουν την κυρία και τη δούλα, η Κλαίρη την κυρία, η Σολάνζ την Κλαίρη). Η γραφή, η λέξη, το ήθος το θεατρικό είναι παγιδευμένα στη φιλολογική θεατρική παράδοση του βουλεβάρτου. Και σπάνια απομακρύνονται για να απογειωθούν. Συχνά ο Ζενέ πίσω από τις λέξεις, μέσα από τις σχέσεις ηθικολογεί. Αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί και να εκλογικεύσει και τις σχέσεις και τα διαβήματα και τις συμπεριφορές των ηρωίδων του. Ζητά να νομιμοποιήσει τα κίνητρά τους. Οι δούλες του περιγράφουν την κατάστασή τους, δείχνουν τις συμπεριφορές τους. Δεν τις εξηγούν θεατρικά.

Το έργο του Ζενέ είναι μια ευφυής κατασκευή που σήμερα δεν έχει μεγάλη πέραση γιατί ο ίδιος έγραψε το ευφυέστερο «Μπαλκόνι» αργότερα και κατασκευαστικά τον ξεπέρασε ο Ιονέσκο, ο βουλεβαρδιέρος του «Παράλογου». (1979)

Γιατί είναι και σήμερα δημοφιλές στους ανθρώπους του θεάτρου αυτό το έργο. Γιατί έχει τρεις ωραίους, ερεθιστικούς και καλογραμμένους ρόλους. Παρότι έχουμε δει σήμερα τα πάντα παιγμένα ανάποδα στη βούληση των συγγραφέων. Μεγάλους ανδρικούς ρόλους να παίζονται από γυναίκες (π.χ. Τειρεσίας!), γυναικείους από άνδρες (π.χ. Μήδεια!), τις «Δούλες» που ο ποιητής τους ήθελε να παίζονται από αγόρια, δεν το επιδίωξε κανείς τουλάχιστον εδώ. Οπως και από την απαίτηση του Ζενέ τους «Νέγρους» του να τους παίζουν λευκοί! Θυμίζω εδώ και όχι για λόγους κουτσομπολιού πως ο Ζενέ εκτός από ομοφυλόφιλος ήταν και παρενδυτικός (τραβεστί).

Ετσι οι ηθοποιοί που αναλαμβάνουν να παίξουν τις δύο μεταμορφωνόμενες αδελφές περιορίζονται σε αυτή μονάχα τη δοκιμασία. Ετσι βέβαια, συχνά η σκηνοθεσία εστιάζεται στην ποιότητα της μεταμόρφωσης, πώς δηλαδή μια λαϊκή γυναίκα μιμείται τα καμώματα μιας μεγαλοαστής κυρίας και πώς η αδελφή της, μια σκοτεινή και μελαγχολική γυναίκα μιμείται την εξωστρεφή επιπόλαιη αδελφή της.

Ο μόχθος που χρειάζεται δεν είναι λίγος, αλλά το παιχνίδι των φύλων ως συμπεριφορά, όπως π.χ. στον Σαίξπηρ (αγόρια που παίζουν κορίτσια που ντύνονται αγόρια!) χάνεται.

Στο θέατρο του Γ. Αρμένη στα Εξάρχεια όπου φιλοξενείται η παράσταση των «Δουλών», η σκηνοθεσία είναι της Εφης Μουρίκη που παίζει και τη σκοτεινή Σολάνζ. Είναι μια παράσταση ευθύβολη, τίμια και καθαρή. Στηρίζεται στις δυνατότητες των τριών ηθοποιών και έχει και ρυθμό και ειρωνεία και ψάξιμο στο ψυχολογικό τοπίο των ηρωίδων. Αν υπάρχουν στη μίμηση των προσώπων κάποιες υπερβολές είναι γιατί κυριάρχησε η αυτονόητη συχνά εντύπωση πως όταν κανείς ξεσηκώνει χούγια, τικ, χειρονομίες κ.τ.λ. τα διογκώνει, φτάνει στην καρικατούρα.

Παρ’ όλα αυτά η υπόκριση της Μουρίκη έχει βάθος και αγωνία ψυχής, κακία ταξική και χαμηλή αυτοεκτίμηση ενσαρκώνοντας εαυτήν και την άλλη.

Η Κατερίνα Παπουτσάκη έχει έξοχη τεχνική, χιούμορ και λιτά μέσα. Η νεαρή Μάρα Ματάκη (Κυρία) με εξωτερικά γνωρίσματα και προσποίηση έδωσε την επιπολαιότητα και την κοκεταρία του ρόλου. Δεν έβλαψε την παράσταση, αλλά φαινόταν η αγωνία της λόγω απειρίας.

Η μετάφραση του Μπελιέ σαφής, ρέουσα, θεατρικά έγκυρη.