Μετά τα πρόσφατα γεγονότα της Πλατείας Συντάγματος ακολούθησαν οι συνηθισμένες αναφορές στους «γνωστούς αγνώστους» που μετατρέπουν τις διαδηλώσεις σε πεδίο τυφλής σύγκρουσης. Πρόκειται για έναν ισχυρό μεταπολιτευτικό μας μύθο. Από τα χρόνια της δεκαετίας του 1980, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις μιλούσε για «μια μοβ σκιά Μαΐου που σκέπασε την Αθήνα», πολλοί πίστευαν ότι εκείνοι οι λίγοι «αναρχικοί» – αλήτες ή προβοκάτορες – ήταν γνωστοί στις Αρχές. Πέρασαν 30 χρόνια, άλλαξαν πολλά, αλλά όχι αυτός ο μύθος. Κάθε φορά που λαμβάνουν χώρα βίαιες επιθέσεις και συγκρούσεις, επανέρχεται η θεωρία των «γνωστών αγνώστων» σε διάφορες εκδοχές. Για πολλούς, οι μαύρες ομάδες στην ουρά κάθε πορείας συνδικάτων αποτελούνται ή ελέγχονται από παρακρατικούς που αποσκοπούν στην κατασυκοφάντηση των διεκδικήσεων του μαζικού κινήματος. Για άλλους, οι οπαδοί της τυφλής βίας είναι γνωστοί αλλά προστατεύονται από την ανοχή συγκεκριμένων πολιτικών χώρων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, υπονοείται ένα μυστικό καλά κρυμμένο πίσω από τις κουκούλες.

Πολλά στοιχεία ευνοούν τη συνωμοσιολογία της κουκούλας. Κατ’ αρχάς, άφθονες μαρτυρίες και οπτικό υλικό καταδεικνύουν ανομολόγητες διασυνδέσεις ορισμένων «κουκουλοφόρων» με τις δυνάμεις ασφαλείας. Κατά δεύτερον, η κοινή λογική λέει πως δεν μπορεί να υπάρχουν τόσο κραυγαλέα ανεγκέφαλοι ώστε να προκαλούν με τις πράξεις τους τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που, υποτίθεται, επιδιώκουν. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος μόνο της αλήθειας, που αφορά ένα πολύ σύνθετο φαινόμενο, έναν ανεξέλεγκτα βίαιο θερμοστάτη κοινωνικής έντασης. Οι απλουστεύσεις δεν βοηθούν την κατανόησή του. Για παράδειγμα, πολλοί αναρωτιούνται: «Αφού οι ίδιοι και οι ίδιοι τα σπάνε, γιατί δεν συλλαμβάνονται;». Δεν είναι αλήθεια πως δεν συλλαμβάνονται. Δεκάδες οι συλλήψεις και οι καταδίκες για φθορές ξένης περιουσίας, σωματικές βλάβες, διατάραξη κοινής ειρήνης κ.λπ. Και δεν είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι που «τα σπάνε», όπως αφελώς υποστηρίζεται. Θα έπρεπε τότε να είναι 60χρονοι, ενώ είναι 15χρονοι και 20χρονοι.

Οποτε οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες ή ένα μεμονωμένο γεγονός (όπως η δολοφονία Γρηγορόπουλου) επιφέρουν ταχεία ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της νεολαίας, νέες φουρνιές πυκνώνουν τις τάξεις τους. Η σημερινή μάλιστα συγκυρία της θεσμικής απονομιμοποίησης, της κοινωνικής αποσάθρωσης, της βίαιης εξαθλίωσης μεγάλων ομάδων του πληθυσμού αποτελεί ευλόγως και προφανώς ιδανική μήτρα της βίας. Τρανή απόδειξη ότι πολλοί εμπλεκόμενοι σε βίαια επεισόδια συχνά ουδεμία σχέση έχουν με τα μαύρα μπλοκ των ταραξιών.

Πάντως οι «καθ’ έξιν κουκουλοφόροι» συγκροτούν έναν δικό τους χώρο με γκρίζα όρια, χαρακτηριστικά και πρακτικές. Εναν χώρο που ανάγει τα καλυμμένα χαρακτηριστικά του προσώπου σε υπέρτατο μέσο και τη θραύση μαρμάρων σε μήνυμα. Εναν χώρο που έχει αυτοκαταδικαστεί να καθίσταται πολιτικό υποκείμενο κυρίως διά πράξεων του ποινικού δικαίου. Εναν χώρο που αποκτά ταυτοτικά χαρακτηριστικά μέσω της τυφλής συγκρουσιακής δυναμικής του δρόμου και φυσικά διαρκώς υπερβαίνεται από αυτήν. Ε, λοιπόν, ένας τέτοιος χώρος είναι κατ’ εξοχήν ευάλωτος σε κάθε είδους διείσδυση. Ας πρόσεχε και ας μη γυρεύει σαθρά ελαφρυντικά στη βία του κράτους. Στις τελετουργικές εμποροπανηγύρεις της σύγκρουσης, η βία έχει πάψει προ πολλού να καθαγιάζεται ως αντιβία. Αποτελεί πρωτογενή κτηνώδη δράση (τι άλλο είναι η ρίψη μαρμάρων και μολότοφ στο πλήθος των διαδηλωτών;). Εξυπηρετεί ανάγκες εκτονωτικής αυτοϊκανοποίησης και προκαλεί ή οξύνει όσα υποτίθεται πως μάχεται. Τα περισσότερα μίντια και το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης δεν βλέπουν τους φορείς μητροπολιτικής βίας και καταστροφής ως πολιτικό υποκείμενο. Το αποδεικνύει η αμήχανη επιλογή του όρου «κουκουλοφόροι». Παραγνωρίζεται όμως έτσι πως ο πολιτικός χώρος που παράγει πράξεις μητροπολιτικής βίας στην Ελλάδα είναι υπαρκτός, έστω και ως συνονθύλευμα αντιεξουσιαστών, «μπαχαλάκηδων», προβοκατόρων και λοιπών. Εχει μια ιδιότυπη αυτονομία, παράγει πολιτικά αποτελέσματα – έστω εκτρωματικά – και συνδέεται με την ιστορική και πολιτική παράδοση της χώρας.

Η συνωμοσιολογία επιτρέπει να βάζει ο καθένας όποιους θέλει πίσω από την κουκούλα: ταξικούς εχθρούς ή παρακρατικούς, χούλιγκαν ή νεοναζί, οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ ή τρομοκράτες. Ο μύθος είναι τόσο διαχρονικά βολικός γιατί αποτελεί αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία και κοιμίζει την υπερπληροφορημένη μας μνήμη. Πρόσφατο παράδειγμα, η «φρουρά της επανάστασης», ο αποκλειστικός εν Ελλάδι αντιπρόσωπος της παγκόσμιας επαναστατικής πρωτοπορίας: το ΠΑΜΕ προ μηνών ναυμαχούσε με κρουαζιερόπλοια, έχτιζε πρυτάνεις στα γραφεία τους και απαιτούσε να αποκαθάρει από αντισοσιαλιστικές ιδέες τη διδακτική πράξη στα λύκεια. Σήμερα, κρινόμενο εξ αντιδιαστολής προς τους κουκουλοφόρους, λαμβάνει τα εύσημα του πολιτικού και μιντιακού στερεώματος ως δύναμη ευταξίας.