Ανήμερα, ή μάλλον τη νύχτα, του Αγίου Δημητρίου, η Ευρώπη αποφάσισε να κάνει το συνολικό βήμα που της έλειπε. Για πρώτη ίσως φορά, τόσο πολιτικά συστήματα διαφορετικών χωρών και ταχυτήτων όσο και οι αγορές φαίνεται να συμφωνούν ότι διαθέτουμε μια μάλλον επαρκή βάση για την οικοδόμηση του ζητούμενου: τον συντονισμό εθνικής (ειδικά για την Ελλάδα) και πανευρωπαϊκής προσπάθειας για το ξεκίνημα της πραγματικής – δηλαδή αντιληπτής από τις κοινωνίες – εξόδου από την κρίση.
Πέρα από τα προφανή «μεγάλα βήματα» (μείωση του ελληνικού χρέους μέσω της εθελοντικής συμφωνίας με ιδιώτες, άμεση εκταμίευση της έκτης δόσης, ενίσχυση του EFSF, ενίσχυση και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών) θα ήθελα να επισημάνω τη θεσμική και πολιτική σημασία ορισμένων λιγότερο προβεβλημένων σημείων της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου:
α) Η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως «ειδική περίπτωση» που απαιτεί «μια λύση έκτακτου και μοναδικού χαρακτήρα», όμως η λύση αυτή είναι πλέον επίσημα «ευρωπαϊκή» και «συστημική». Εκτείνεται σε όλο το φάσμα της οικονομικής, και όχι μόνο δημοσιονομικής, πολιτικής, ενώ όλες οι άλλες χώρες «δεσμεύονται» ότι θα τη στηρίξουν. Η επίσημη «ευρωπαιοποίηση» της συμφωνίας και το κλείσιμο κάθε «εθνικού παραθύρου», όπως αυτό που εκμεταλλεύθηκε η Φινλανδία μετά τη Σύνοδο της 21ης Ιουλίου, πρέπει να πιστωθούν ως σημαντικές πολιτικές νίκες της ελληνικής αντιπροσωπείας.
β) Επαναδιαμορφώνεται αλλά δεν αλλάζει ποιοτικά η «εποπτεία» επί της ελληνικής προσπάθειας. Η συμφωνία δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις: η εποπτεία της τρόικας συνεχίζει να είναι επιβοηθητική και όχι σε αντικατάσταση του κυρίαρχου ρόλου του ελληνικού κράτους και της εκλεγμένης κυβέρνησής του, γίνεται όμως πιο «κοντινή», αφού θα υπάρχει πλέον «επιτόπου εποπτική ικανότητα», με ισχυρό ρόλο των «εθνικών» (δηλαδή Ελλήνων) εμπειρογνωμόνων και με μοναδικό σκοπό την υποβοήθηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Η σχέση αυτή θα διατυπωθεί λεπτομερέστερα στο νέο Μνημόνιο, για το οποίο ήδη η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει την «κόκκινη γραμμή» της διατήρησης της πρωτοβουλίας κινήσεων και αποφάσεων. Είναι πλέον προφανές ότι το ελληνικό στοίχημα δεν είναι στοίχημα κυριαρχίας, αλλά στοίχημα εφαρμογής-αποτελεσμάτων.
γ) Η «οικονομική διακυβέρνηση» της ευρωζώνης βάζει κρίσιμη επιπλέον σάρκα στα προδιαγεγραμμένα από τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, αλλά και τις γερμανογαλλικές πρωτοβουλίες της 16ης Αυγούστου, οστά της. Δίπλα στο «νέο σύμφωνο σταθερότητας» (το νομοθετικό «πακέτο έξι κομματιών», που πέρασε πια και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), τη «Συμφωνία για το ευρώ» (μέτρα συντονισμού, που είχαν συμφωνηθεί από τον Ιούλιο) και τη θεσμοποίηση του «Ευρωπαϊκού εξαμήνου» (από κοινού εξέταση και διαμόρφωση των εθνικών προϋπολογισμών), προαναγγέλλονται δύο νέα πολιτικά όργανα: ο «πρόεδρος της Συνόδου Κορυφής για το ευρώ» (ένα είδος υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης) και ο «πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας Ευρωομάδα» (ένα είδος γενικού γραμματέα της ευρωζώνης). Είναι προφανές ότι, κι εδώ, περνάμε από τις προθέσεις στις πράξεις.

Με δυο λόγια, το μήνυμα συνοψίζεται στα λόγια του Φρανσουά Μιτεράν: «Τα καταφέραμε. Τα δύσκολα τώρα αρχίζουν».