Με την επιφύλαξη των λεπτομερειών που ακόμη δεν είναι γνωστές (και ως γνωστόν, ο Διάβολος βρίσκεται πάντοτε στη λεπτομέρεια), οι αποφάσεις της ευρωζώνης για τη μείωση (κούρεμα) του χρέους κατά 50% επιδέχονται πολλές αναγνώσεις. Η μείωση του χρέους στο 120% το 2020 είναι σημαντική εξέλιξη. Η ένσταση που διατυπώνεται ότι ουσιαστικά το μέγεθος του χρέους δέκα χρόνια μετά θα είναι ακριβώς στο ύψος του 2010, όταν άρχιζε η διαδικασία των Μνημονίων, δεν ευσταθεί. Και δεν ευσταθεί για τον απλό λόγο ότι παραβλέπει τη δυναμική του χρέους. Το 2010 η δυναμική αυτή ήταν εκρηκτικά αυξητική, όδευε προς το 160% όπου ήδη έφθασε, ενώ το 2020 ελπίζεται ότι θα είναι σταθεροποιητικά πτωτική και επομένως το χρέος θα καταστεί διατηρήσιμο και διαχειρίσιμο. Η σχέση αυτή μαζί με τις λοιπές ρυθμίσεις ανοίγουν την υπό προϋποθέσεις προοπτική εξόδου της χώρας από τον φαύλο κύκλο στον οποίο βρίσκεται.

Με τις αποφάσεις για την απομείωση του χρέους και τα συναφή μέτρα, η ΕΕ (θέλει να) πιστεύει ότι κλείνει το κεφάλαιο «ελληνικό πρόβλημα, ελληνικό χρέος». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ευρώπη αποφασίζει πως ουσιαστικά ο ρόλος της με τα προγράμματα διάσωσης, τις ενισχύσεις κ.λπ. τερματίζεται εδώ, με το τελευταίο πακέτο και τα μέτρα. Θα εμπλακεί βεβαίως σε πρώτη φάση, ακόμη πιο άμεσα και δραστικά, στη διαδικασία υλοποίησης του νέου πακέτου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παρουσία αυτή συνιστά αυστηρότερη μορφή επιτήρησης, αλλά αυτό ούτε είναι κατ’ ανάγκη κακό ούτε συνεπάγεται απώλεια «εικονικής» εθνικής κυριαρχίας, όπως διατείνονται ορισμένοι.

Αν υποθέσουμε όμως ότι, παρά την προσπάθεια, η Ελλάδα αποτυγχάνει, τότε ούτε άλλο πακέτο σωτηρίας πρόκειται να υπάρξει ούτε άλλη πρόσθετη ανοχή από πλευράς Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τότε, οι επιλογές με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα θα είναι: ολοκληρωτική χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ. Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι μεταξύ των αποφάσεων που υιοθέτησε η Διάσκεψη της ευρωζώνης είναι και το άνοιγμα της διαδικασίας για την τροποποίηση της Συνθήκης της Ενωσης (Συνθήκη της Λισαβώνας). Και μία από τις τροποποιήσεις που θα επιδιωχθεί να ενσωματωθούν, ως νέα διάταξη, θα είναι η ρήτρα αποβολής.

Σε τελευταία ανάλυση, όλα αυτά σημαίνουν ότι ουσιαστικά η ευθύνη για το τι ακριβώς θα γίνει στο μέλλον περνά πλέον αποκλειστικά στην Ελλάδα. Αν με τη στήριξη και συνδρομή της ΕΕ καταφέρει να προωθήσει τις προβλεπόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να αποκαταστήσει σταθερή ισορροπία στη δημοσιονομική διαχείριση με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της πραγματικής οικονομίας, τότε η χώρα θα παραμείνει στην ευρωζώνη και θα επαναδρομολογήσει τη διαδικασία ανάπτυξης και αποκατάστασης επιπέδων ευημερίας σε στέρεες βάσεις. Αν όμως το πολιτικό σύστημα επιβεβαιώσει ακόμη μία, τελευταία, φορά την αδυναμία του για μεταρρύθμιση και αλλαγή, τότε η έξοδος θα καταστεί αναπόφευκτη με ό,τι καταστροφικό αυτό συνεπάγεται.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ