Ποιος δικαιούται να κυβερνά αυτόν τον τόπο; Το ερώτημα ελπίζαμε ότι είχε απαντηθεί ικανοποιητικά το 1875 και οριστικά το 1975, αλλά δυστυχώς συνεχίζει να μας απασχολεί μέχρι σήμερα. Ποιος δικαιούται να λαμβάνει αποφάσεις σε αυτή τη χώρα, ιδίως όταν αυτές αφορούν όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και άλλα άτομα;

Ο καλύτερος τρόπος λήψης αποφάσεων σε μια Πολιτεία είναι αυτός που ανακάλυψαν ουσιαστικά οι αρχαίοι Αθηναίοι – η αρχή της πλειοψηφίας, δηλαδή η δημοκρατική αρχή ως μέθοδος λήψης συλλογικών αποφάσεων. Η αρχή αυτή οδήγησε στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας με αποτέλεσμα οι δύο αυτές αρχές να ταυτίζονται πλέον. Καθώς οι συνθήκες δεν επιτρέπουν πλέον την άμεση δημοκρατία, ένα μεγάλο μέρος των Συνταγμάτων αφιερώνεται στη ρύθμιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο η εκάστοτε πλειοψηφία θα εκφράσει αποτελεσματικά τις επιθυμίες της και θα ελέγξει την πραγματοποίησή τους από τους εκπροσώπους της.

Το Σύνταγμα όμως καθιερώνει και τη φιλελεύθερη αρχή. Η φιλελεύθερη αρχή συνδέεται με αυτό που ονομάζεται κράτος δικαίου, δηλαδή το κράτος όπου κυρίαρχος είναι ο νόμος και όχι οι άνθρωποι. Η ιδέα του κράτους δικαίου αναπτύσσεται από τον Σωκράτη στον Κρίτωνα του Πλάτωνα, αλλά η περίφημη διατύπωση του Αριστοτέλη παραμένει πιο διάσημη: στην οργανωμένη Πολιτεία κυβερνούν οι νόμοι, όχι οι άνθρωποι. Οταν όμως είναι πολιτικά κυρίαρχος ο λαός, ποιοι νόμοι βρίσκονται υπεράνω της βουλήσεώς του και γιατί να υπάρχουν τέτοιοι νόμοι;

Την απάντηση έδωσε ο Τζέιμς Μάντισον, ο πατέρας του αμερικανικού Συντάγματος αλλά και της συνταγματικής κατοχύρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων: η αρχή της πλειοψηφίας, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η δημοκρατική αρχή δηλαδή, περιορίζεται από την αρχή του κράτους δικαίου, την αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων, δηλαδή τη φιλελεύθερη αρχή. Ο περιορισμός λοιπόν του πολιτικά κυρίαρχου λαού γίνεται προς χάριν της προστασίας ενός σκληρού πυρήνα δικαιωμάτων. Ακόμα και αν αποφασίσει δημοκρατικά ο λαός και οι εκπρόσωποί του να παραβιάσουν αυτά τα δικαιώματα, το Σύνταγμα και οι φορείς που το προστατεύουν θα τους εμποδίσουν. Σε περίπτωση σύγκρουσης το Σύνταγμα, το κράτος δικαίου και η προστασία των δικαιωμάτων υπερισχύουν.

Η σύγκρουση αυτή είναι ιδιότυπη, καθώς η δημοκρατική αρχή είναι ο κανόνας και η φιλελεύθερη αρχή είναι η εξαίρεση. Επιπλέον η φιλελεύθερη αρχή έχει την τάση, εκ των πραγμάτων, να επεκτείνεται εις βάρος της δημοκρατικής αρχής. Περισσότερα δικαιώματα, μεγαλύτερος σεβασμός στις μειονότητες, μεγαλύτερη προστασία των ατομικών επιλογών, μεγαλύτερη ανοχή, σημαίνει αυτόματα περιορισμό του χώρου όπου αρμόδια να επιλέξει είναι η κοινωνία και όχι το άτομο.

Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής και κυρίως η ισορροπία που επιτυγχάνεται καθορίζει την ποιότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι καλύτερες ποιοτικά δημοκρατίες είναι εκείνες όπου δίνεται έμφαση στη φιλελεύθερη αρχή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες αυτές έχουν ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη ελευθερία και ευημερία. Οπως όμως μια δημοκρατία είναι στρεβλή εάν δεν είναι φιλελεύθερη, έτσι και δεν νοείται ο φιλελευθερισμός σε μη δημοκρατικό περιβάλλον.

Στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που πρέπει να συμβεί σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις είναι αδύναμες μπροστά στα οργανωμένα συμφέροντα και τις δυναμικές συντεχνίες. Η επιλογή του ελληνικού λαού στις εκλογές απαξιώνεται σχεδόν από την επόμενη ημέρα όταν ο κάθε αμετροεπής πολιτικός και ο κάθε θρασύς συνδικαλιστής αυτοσυστήνονται σαν οι μόνοι αυθεντικοί εκπρόσωποι του ελληνικού λαού. Αυτό που ουσιαστικά κάνουν είναι να υπεξαιρούν δικαιώματα που ο ελληνικός λαός έχει διατηρήσει για τον εαυτό του και τους εκπροσώπους που επιλέγει.

Από την άλλη, η πατερναλιστική ελληνική κοινωνία επιλέγει να παραβιάζει ή να μην αναγνωρίζει δικαιώματα, να περιθωριοποιεί μειονότητες και να απαγορεύει ό,τι δεν αποδέχεται, καθιστώντας έτσι διάτρητο το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, οι έλληνες γονείς είναι αυτοί που μαθαίνουν στα παιδιά τους λιγότερο από τους γονείς 63 άλλων χωρών, τις έννοιες της ανοχής και του σεβασμού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο αυτό που γίνεται με τις καταλήψεις σε εκπαιδευτικούς χώρους. Οργανωμένες μειοψηφίες αποφασίζουν να καταπατήσουν βάναυσα το ιερότερο δικαίωμα, την ελευθερία της έκφρασης – και μάλιστα την ακαδημαϊκή ελευθερία – επενδύοντας τις αποφάσεις τους με τον μανδύα μιας ισχνής συλλογικότητας. Αυτό που ουσιαστικά κάνουν είναι να υπεξαιρούν δικαιώματα που το κράτος δικαίου έχει κατοχυρώσει για τα άτομα.

Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι όλοι αυτοί που περιφρονούν τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και όλοι αυτοί που παραβιάζουν τα ατομικά δικαιώματα δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. Δεν μπορούν να καταλάβουν επειδή είναι θεσμικά αναλφάβητοι. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι αν η Ελλάδα δεν είναι δημοκρατική και ελεύθερη, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο.

Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών