Παντού υπάρχει ένας Λυμπερόπουλος. Υπάρχει ένας και στη συνδικαλιστική ηγεσία των δικαστικών υπαλλήλων. Εμφανίστηκε προχθές στη γενική συνέλευση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Προανήγγειλε – τι άλλο; – καταλήψεις. Καταλήψεις δικαστηρίων.

«Θα κάνουμε εμείς ό,τι δεν επιτρέπει σε σας το Σύνταγμα», είπε στους δικαστές. Θα είναι εκείνος, τους υποσχέθηκε, ο επιχειρησιακός τους βραχίονας. Ο αυτουργός μιας αντισυνταγματικής γι’ αυτούς δράσης. Τέτοια τους είπε κι οι δικαστές τον καταχειροκρότησαν.

Δεν είναι ίδιοι όλοι οι Λυμπερόπουλοι. Δεν κοστίζουν όλοι το ίδιο στον πολίτη που υπομένει τη λιτότητα για να αποφύγει το χάος. Δεν τραυματίζουν όλοι τη συνείδηση του άφωνου που, σφίγγοντας τα δόντια, πληρώνει. Χωρίς να καίει. Χωρίς να δέρνει. Χωρίς να βασανίζει την κοινωνία.

Σε αυτόν τον πολίτη απευθύνεται ο δικαστής. Ο δικαστής που σκέφτεται να υιοθετήσει τη «λευκή» αρνησιδικία. Αυτόν τον δοκιμαζόμενο πολίτη εξουθενώνει ο βουλευτής. Ο βουλευτής που πανικοβάλλεται από το βάρος της ιστορικής ευθύνης. Που παραιτείται και ξεπαραιτείται, λέει και ξελέει, μεθυσμένος ακόμη από τ’ αθάνατο κρασί του ’81.

Ομως, εδώ που φτάσαμε – εδώ που ήμασταν χωρίς να το έχουμε καταλάβει -, έχουμε ανάγκη τον δικαστή. Εχουμε ανάγκη τον υπουργό ή τον βουλευτή. Χρειαζόμαστε έστω και ημιθανή την ελπίδα ότι οι θυσίες έχουν νόημα. Οτι μετά τη λαίλαπα θα υπάρχει ακόμη Πολιτεία.

Χρειαζόμαστε θεσμούς που δεν ζουν όσο τα επιδόματά τους. Που δεν διαρκούν όσο τα ωράριά τους. Θεσμούς που θα συγκρατήσουν μια κοινωνία έτοιμη να σαλτάρει στην άβυσσο του λυμπεροπουλικού εαυτού της.

mtsintsinis@dolnet.gr