Εγραφε την Τρίτη στη στήλη του («Ανορθόδοξα») στα «ΝΕΑ» ο Τάκης Θεοδωρόπουλος για τη Μέρκελ και τον Σαρκοζί: «Μα είναι δυνατόν η Ευρώπη να ανήκει σε αυτά τα ανθρωπάκια; Είναι δυνατόν την ευρωπαϊκή πολιτική να την ενσαρκώνουν αυτά τα δύο πλάσματα που το μόνο που λένε είναι «εγώ δεν είδα τίποτε απ’ τη σκηνή του φόνου;». Κι εμείς να ελπίζουμε πως κάποια στιγμή, όπως ο εισαγγελέας στις «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ, αυτή η Ευρώπη θα δείξει πως έχει ψυχή;».

Ανθρωπάκια, πραγματικά! Τα βλέπεις στην τηλεόραση να μιλάνε, να μιλάνε, χωρίς ποτέ να λένε κάτι ουσιαστικό, με το βλέμμα απλανές, συνήθως, με «επιχειρήματα» σαν αφρό ξυρίσματος και σου ‘ρχεται να πιάσεις ένα βαρύ τασάκι και να το πετάξεις στην οθόνη – στα μούτρα τους! Ηγεσία της Ευρώπης, αυτό το απαράδεκτο δίδυμο! Στη θέση του Ντε Γκολ, του Αντενάουερ, της Θάτσερ, του Μιτεράν, του Βίλι Μπραντ, του Μπερλιγκουέρ! Και ολόγυρά τους και πίσω τους, ο Γιούνκερ, ο Τρισέ, ο Ρεν και δεν συμμαζεύεται…

Αλλά κι εδώ, στην Ελλάδα, πόσο μεγάλη απόσταση από τις πίσω σελίδες μας μέχρι τις τωρινές. Ας μην κατηφορίσω έως το 1909 και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ας μείνω σε «κοντινά πλάνα»: Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου. Μπορεί να μη συμφωνούν πολλοί με τα έργα και τις ημέρες τους, σε ένα ποσοστό. Ουδείς όμως μπορεί να αμφισβητήσει το «μπόι» τους. Λογαριαζόντουσαν οι άνθρωποι από όλους. «Μετρούσαν». Και χτυπούσαν – άμα λάχει – και το χέρι τους στο τραπέζι. Οχι μόνο στη χώρα μας.

Με δημοσιογραφικό κείμενο άρχισα, σε δημοσιογραφικά κείμενα θα περάσω. Διαβάζω στα «ΝΕΑ» συστηματικά, από το καλοκαίρι, αυτά που γράφει στους «Προβολείς» η Ρούλα Γεωργακοπούλου. Και μπαίνω σε ένα άλλο τοπίο, κάθε φορά. Υπάρχει ένα πέταγμα, μια τρέλα, μια αφροντισιά, μια χάρη. Εχει μια λοξή, συχνά χιουμοριστική ματιά αυτή η γυναίκα. Και δεν φοβάται τίτλους λαϊκών τραγουδιών και ταινίες του «εμπορικού» κινηματογράφου, μολονότι είναι «κουλτουριάρα». Εχει δίκιο η κουμπάρα μου η Ανθή, η αρχιτεκτόνισσα, που μου δηλώνει κάθε τόσο: «Τη γουστάρω! Βαριέμαι τα νούμερα, τις πολιτικές αναλύσεις, τις δηλώσεις, το μπλαμπλά με τα δάνεια και τα «κουρεία». Μπουχτισμένη και μπαϊλντισμένη απ’ αυτά, κάνω μια βουτιά στη Γεωργακοπούλου, δροσίζομαι και συνέρχομαι…».

Με δημοσιογράφο και το φινάλε. Είδα στα «Κοινωνικά» μιας εφημερίδας ότι πέθανε ο Γιώργος Καράγιωργας. Οι νεότεροι συνάδελφοι πιθανόν να μη γνωρίζουν ούτε το όνομά του. Για εμάς όμως, τους παλιούς, ο Καράγιωργας με το αδιάβροχο και το δερμάτινο καβουράκι ήταν ένας ρεπόρτερ με ιστορία. Για να κάνει ένα ζωντανό ρεπορτάζ είχε πέσει με αλεξίπτωτο στην Κορέα, μέσα στη φωτιά του πολέμου! Δεν μιλούσε ποτέ, όμως, γι’ αυτό το θέμα. Μιλούσε μόνο για ζίου ζίτσου, στο οποίο είχε διακριθεί με μαύρη ζώνη. Το σύνηθες ακροατήριό του, στο προδικτατορικό «Εθνος», ο Γιάννης Καψής, ο Σταύρος Ψυχάρης, ο Γιώργος Σπορίδης. Ο Σπορίδης που βάδιζε στη Σταδίου με ανοιχτό το «Εθνος», διάβαζε το χρονογράφημά του και μόλις έφτανε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη μονολογούσε, φωνάζοντας σχεδόν, για να τον ακούνε όσοι περνούσαν από δίπλα του: «Τι ωραία που τα γράφει αυτός ο Σπορίδης!..».

Αλησμόνητες εποχές.