αλλαγή. Μία τρόικα ήταν το λίκνο της (Γεννηματάς – Λαλιώτης – Τσοχατζόπουλος, θυμάστε;) και μία άλλη (Μαζούχ – Μορς – Τόμσεν) η ταφόπλακά της.

αφήγηση. Ορος που κάνει θραύση στις μέρες μας. Ενόψει μάλιστα της μεγάλης κρίσης που διέρχεται η χώρα πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν μια νέα «εθνική αφήγηση» σαν ξόρκι προφανώς για την αγωνία του παρόντος και ως υποκατάστατο ενός οράματος για το μέλλον. Θεμιτή ανάγκη αυτοπαρηγορίας. Πλην, όμως, η αφήγηση καταστατικώς έχει να κάνει πρωτίστως με το παρελθόν και με τετελεσμένα γεγονότα. Κι επειδή «τίποτε δεν παλιώνει τόσο γρήγορα όσο το πρόσφατο παρελθόν» (Βάλτερ Μπένγιαμιν) η στήλη αφιερώνεται σήμερα και το προσεχές Σάββατο στη μνήμη των ένδοξων εκείνων ημερών, φυσικά για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι, ώστε να μη νιώθει κι ο συντάκτης της τελείως άχρηστος. Σημειωτέον, ήταν μόλις τριάντα χρόνια πριν.

εκείνος (ή αγαπητικός). Ηξερε ότι θα τον αναδείκνυε πολύ σύντομα η κάλπη εκλεκτό του λαού. Δεν του έφτανε. Ο λαός είναι, δυστυχώς, γένους αρσενικού κι ΕΚΕΙΝΟΣ, ως γνήσιος γυναικάς, επιζητούσε την κατάκτηση του αβυσσαλέου θηλυκού που λέγεται Ιστορία. Της έδωσε, λοιπόν, ραντεβού. Πού; Ο αξέχαστος Μποστ θα έλεγε, δηλαδή θα έγραφε, στο «Παιδοίον του Αρεως». Και, όντως, η βραδιά εκείνου του αφύσικα καλοκαιρινού Οκτώβρη τον βρήκε καθισμένο στο τάδε παγκάκι της δείνα αλέας, όπως τα ‘χαν συμφωνήσει, να περιμένει ξαναμμένος τη λεγάμενη. Καθυστερούσε, αλλά ο νους του δεν πήγε στο κακό. Αντιθέτως, «το στήσιμο είναι μέρος του κώδικα της ερωτικής λαχτάρας», σκεφτόταν. «Είναι φως φανάρι: με θέλει». Θα ‘χε περάσει μισή ή μία ώρα, τι σημασία έχει, ΕΚΕΙΝΟΥ του φάνηκε αιώνας, όταν εκείνη έκανε την εμφάνισή της. Στο μεταξύ είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι. Στάθηκε μπροστά του. Δεν μπορούσε να διακρίνει κανένα χαρακτηριστικό του προσώπου της. Μόνο το σώμα της, θα ‘λεγες, ήταν εκεί κι αυτό του αρκούσε. Χωρίς να ανταλλάξουν λέξη πέρασε το χέρι του στον ώμο της και γλίστρησαν μαζί στην καρδιά του σκότους. Την άλλη μέρα, θρονιασμένος πια στον θώκο του, πήρε ένα μήνυμα: «Η Ντόλι, εκτός από σωσίας μου, είναι και ξαδέλφη μου. Μου είπε ότι χθες ήταν υπέροχα και ανυπομονεί: πότε θα το ξανακάνετε; Υπογραφή: ΙΣΤΟΡΙΑ». Πάνιασε. Ευτυχώς ήταν μόνος στο γραφείο. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου τον έπιασε ένα ακατάσχετο γέλιο. Μέσα σ’ αυτό το γέλιο, που δεν έλεγε να τελειώσει, έκανε κομματάκια το χαρτί που είχε μπροστά του και πέταξε τα αποκόμματα στον κάλαθο των αχρήστων. Κανείς δεν τον είχε πάρει είδηση.

ελλάδα. Κυκλοφορούσε σαν χαμένη στις λεωφόρους της Δύσεως. «Πού νήκω, πού νήκω, πού νήκω;» την άκουγαν οι ξένοι περαστικοί να μουρμουρίζει και αναρωτιόντουσαν τι ήθελε να πει αυτή η ακαθορίστου ηλικίας γυναίκα με τα λαμπερά μαύρα μάτια και τη λειωμένη χλαμύδα με τον μαίανδρο, που πάνω της είχαν ξεραθεί κάτι κηλίδες αίματος. Μην έχοντας ιδέα από ελληνικά, την κοίταζαν γεμάτοι απορία και προσπερνούσαν. Μια μέρα ΕΚΕΙΝΟΣ είχε βγει να κάνει τον περίπατό του, να πάρει τον αέρα του. Μόνος εκεί στα ξένα είχε σκοτωθεί στη δουλειά, ήθελε να ξεσκάσει, οπότε, βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο της Στριτ 55, έπεσε πάνω στη γυναίκα με τη χλαμύδα. Ηταν στη διασταύρωση με τη Στριτ 83. Η γυναίκα κρατούσε έναν κουρελιασμένο χάρτη της Υφηλίου και τον έδειχνε σ’ έναν σαστισμένο διαβάτη ρωτώντας τον επίμονα: «Πού νήκω, πού νήκω, πού νήκω;». ΕΚΕΙΝΟΣ μαρμάρωσε. Ο ήχος της μητρικής του γλώσσας του έφερε έναν κόμπο στον λαιμό. Αυτή η γυναίκα ήταν η Πατρίδα του. Με τρεμάμενη φωνή της απηύθυνε τον λόγο: «Συγγνώμη, ψάχνετε κάποιον Νίκο;». Κι εκείνη: «Ποιον Νίκο; Πού νήκω;». Το επανέλαβε κατά τα ειωθότα τρεις φορές κραδαίνοντας μπροστά στο πρόσωπό του τον παγκόσμιο χάρτη, σχεδόν του τον έτριψε στη μούρη. Δεν χρειάστηκε παρά ένα κλάσμα του δευτερολέπτου για να καταλάβει. Η Πατρίδα του είχε καταντήσει κλωτσοσκούφι της Υφηλίου και περιφερόταν εξαθλιωμένη από ενδυματολογικής αλλά και γλωσσικής απόψεως στα σταυροδρόμια του κόσμου. Ταλαιπωρημένη και πεινασμένη είχε αρχίσει να τρώει τα γράμματα της αλφαβήτου, να τρέφεται με σύμφωνα και φωνήεντα όπως, καλή ώρα, το άλφα του «ανήκω». Δεν την ξαναρώτησε. Εκανε νεύμα σ’ ένα ταξί. «Ερχεστε μαζί μου;» της είπε. «Θα σας δείξω εγώ». Η γυναίκα τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη και δυσπιστία – ποιος ξέρει τι θα ‘χαν δει τα μάτια της. Τελικά, όμως, δεν δίστασε λεπτό και τον ακολούθησε. Εφυγαν μαζί προς άγνωστη κατεύθυνση. (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)