Στα είκοσί του μόλις, στα Γιάννινα όπου εργαζόταν ως έκτακτος υπάλληλος στην τοπική γαλακτομική σχολή βρήκε τον Κώστα Μπαλάφα ο πόλεμος. Θα ζωστεί το όπλο του και την φωτογραφική μηχανή του και θα απαθανατίσει την πορεία του ελληνικού στρατού προς το αλβανικό μέτωπο, την Κατοχή και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ στην Ηπειρο.

Στις δύσκολες εκείνες συνθήκες θα του πέσει στην κυριολεξία από τον ουρανό, από την κατάρριψη ενός ιταλικού βομβαρδιστικού, ένα κινηματογραφικό φιλμ, που θα το αγοράσει για λίγες οκάδες καλαμποκάλευρο. Και με τη γερμανική φωτογραφική μηχανή που είχε αγοράσει από έναν ιταλό στρατιώτη, «και με πολύ κέφι και μεράκι βγήκα από τα Γιάννινα στο βουνό. Ξεκίνησα να απαθανατίσω τα κατορθώματα εκείνων των ημίθεων, όπως τους έπλαθα στη φαντασία μου πριν τους γνωρίσω από κοντά», θυμόταν ο Κώστας Μπαλάφας που ανέβηκε στο βουνό το 1943.

Συνειδητοποιεί πως καταγράφει ιστορικές στιγμές που θα πρέπει να παραδώσει στις επόμενες γενιές. Και τολμά. Οι δυνάμεις Κατοχής μπορεί να τιμωρούν όποιον παραβαίνει τη ρητή εντολή απαγόρευσης φωτογραφήσεων. Εκείνος όμως απαθανατίζει τους απαγχονισμένους από τους Γερμανούς δίπλα στη Λίμνη των Ιωαννίνων, τη δράση των ανταρτών, τις πορείες, τα λάφυρα, τους καπετάνιους, το τυπογραφείο, τον ασύρματο, τις λαϊκές συνελεύσεις, τις κηδείες…

Μεταμορφώνεται σε φωτορεπόρτερ της Αντίστασης. Και τραβά κάπου 2.000 στιγμιότυπα, εκ των οποίων είχε εκθέσει ελάχιστα και σποραδικά μέσα στις κατά καιρούς εκθέσεις του και για πρώτη φορά παρουσίασε ως σύνολο τον περασμένο χειμώνα στο Μουσείο Μπενάκη, καθώς είχε κρύψει για δεκαετίες τα 2.000 αρνητικά του κάτω από το ξύλινο πάτωμα ενός γιαννιώτικού σπιτιού και τα αποκάλυψε μετά την πτώση της χούντας.