«Αν είσαι μάγκας πάρε με/ στα ίσια και με μία/ Χάρε, το παραδέχομαι/ δεν έχω ψυχραιμία». Ενας στίχος από το «Αν είσαι μάγκας» που τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, σε μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου και στίχους του Παύλου Τάσσιου που όμως δεν έφυγε «μια κι έξω». Ο καρκίνος τον ταλαιπώρησε αρκετά πριν από το τέλος.

Είναι μια ρήση – κλισέ αυτή περί της τέχνης που ακολουθεί τη ζωή (και το αντίστροφό της, βεβαίως) αλλά να που ο Παύλος Τάσσιος, ο σκηνοθέτης της «Παραγγελιάς» – και άλλων αξιόλογων στιγμών αυτού που βιαστικά ονομάσαμε Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο – έμελλε να φύγει μόλις μία εβδομάδα μετά τον θάνατο του Νίκου Κοεμτζή, του αντι-ήρωα που ενσάρκωσε χαρισματικά ο Αντώνης Αντωνίου στο φιλμ του 1980. Ο Παύλος Τάσσιος γεννήθηκε την Πρωταπριλιά του 1942 και αγάπησε το σινεμά με πάθος. Ξεκίνησε περίπου όπως όλοι εκείνα τα χρόνια – στη Φίνος Φιλμς, δηλαδή, ως βοηθός μεγάλων (και… λιγότερο μεγάλων) σκηνοθετών, ώσπου κατόρθωσε κάποια στιγμή να πείσει έναν παραγωγό και να φιλμάρει τη «Φτωχολογιά» το 1965.

Οι πρώτες του ταινίες σήμερα μάλλον πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ασκήσεις ύφους. Τόσο η «Φτωχολογιά» όσο και οι ταινίες «Παράνομοι πόθοι» και «Αντίζηλοι» που ακολούθησαν, δεν διαφέρουν και πολύ από τα περισσότερα μελοδράματα της εποχής.

Σύντομα όμως ο Τάσσιος θα δώσει σημάδια γραφής που θα εντυπωσιάσουν τόσο την κριτική (είχαν πάρει φωτιά οι πένες του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» εκείνη την περίοδο) όσο και το κοινό, απέναντι στο οποίο ο Τάσσιος δεν επέδειξε ποτέ περιφρόνηση. Στο «Ναι μεν, αλλά…» του 1972, ένας νέος άντρας, παντρεμένος με μια επαρχιώτισσα την οποία δεν αγαπάει, ζει μια μίζερη ζωή και ονειρεύεται εκείνα που του έλειψαν: μια όμορφη γυναίκα και μια ολοκληρωμένη σχέση. Εντελώς τυχαία σχετίζεται με μια νέα και όμορφη κοπέλα. Οταν αυτή όμως τον εγκαταλείπει, αυτός τη σκοτώνει ως εκδίκηση για όλες τις γυναίκες που δεν μπόρεσε να αποκτήσει. Η ταινία κλείνει με την αυτοκτονία του ήρωα και το κοινό μένει άναυδο και παγωμένο. Οχι μόνο για την κοινωνική αλήθεια που καταγράφεται σε φιλμ: ο Τάσσιος κατορθώνει να αποτυπώσει ένα «κομμάτι» ζωής. Και αυτό είναι κάτι που σπανίως μνημονεύεται αλλά, προσωπικά, πάντοτε με εντυπωσίαζε. Η Αθήνα στις ταινίες του Παύλου Τάσσιου είναι ένας ζωντανός και παρηκμασμένος ταυτόχρονα οργανισμός που μοιάζει να οδηγείται σε ένα «αιώνιο» φινάλε – αίσθηση που εντείνεται στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Στο «Βαρύ πεπόνι» του 1977 ένας επαρχιώτης (ο υπέροχος Μίμης Χρυσομάλλης) αφήνει το χωριό του και φτάνει στη μεγαλούπολη για να «μην καταντήσει γκαρσόνι» – και γκαρσόνι καταλήγει.

Στην «Παραγγελιά», το 1980, η ιστορία του Νίκου Κοεμτζή και του μαχαιρώματος για μια παραγγελιά, αλλά και η σημειολογική της ανατομία (διά της ποίησης της συντρόφου του σκηνοθέτη, της πρόωρα χαμένης ηθοποιού Κατερίνας Γώγου), ενώνονται σε ένα μοιρολόι που δεν είχε προηγούμενο στο ελληνικό σινεμά.

Στο «Στίγμα» του 1982 (που θα κερδίσει και μια τιμητική διάκριση στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι), ένα βρέφος γεννιέται με σύνδρομο down. Οι γονείς του (ο Αντώνης Καφετζόπουλος και η Ολια Λαζαρίδου) προτιμούν να το σκοτώσουν από το να κουβαλούν το «στίγμα».

Στο «Νοκ άουτ» του 1986 – για την οποία ο Τάσσιος, έξαλλος, παρέλαβε βραβείο εν μέσω αποδοκιμασιών του κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – ένας νεαρός με αυτοκτονικές τάσεις προσπαθεί να ξεφύγει από τον μέλλοντα δολοφόνο του.

Δεν ξανάκανε ταινία από τότε…