Ηµέρα Μουσείων την περασµένη Τετάρτη και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, ανοικτό µέχρι τα µεσάνυχτα, γέµισε ασφυκτικά κόσµο. Εγινε το µουσείο που του αξίζει, πολύβουο, πολύχρωµο, θορυβώδες. Εχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς, ιδίως σε τέτοιες περιστάσεις, τη δίψα µε την οποία η πόλη ρουφάει αυτό το καινούργιο µουσείο που, κατά τα άλλα, έχει διχάσει και συνεχίζει να διχάζει τους ειδικούς – τους αρχιτέκτονες, τους αρχαιολόγους, τους µουσειολόγους και τους θεωρητικούς της πολιτισµικής κριτικής.

Τι είναι, τελικά, το Νέο Μουσείο; Ενα κτίριο ασύµβατο µε τον χώρο γύρω του, ογκώδες, µε υλικά – µπετόν, γυαλί, σίδερο – που δεν ταιριάζουν στον ρόλο «ουρά-στον-Παρθενώνα» τον οποίο καλείται να παίξει; Ή µήπως είναι ένα από τα καλά δείγµατα της µεταµοντέρνας αρχιτεκτονικής, ένα κτίριο τοποθετηµένο σε δηµιουργικό διάλογο, όχι µόνο µε τη γενεαλογία του χώρου και των εκθεµάτων τα οποία χτίστηκε για να αναδεικνύει, αλλά και µε την πόλη που καθηµερινά ξαναγεννάει την εικόνα του Παρθενώνα στο κέντρο της;

Είναι το έργο των Μπερνάρ Τσουµί και Μιχάλη Φωτιάδη το µεγαλόπνοο κτίσµα που, άσκεφτα, αναπαράγει τον εθνοκεντρικό λόγο για την Ακρόπολη; Ή το ευπροσάρµοστο κτίριο που θα στεγάσει ένα µουσείο ανοικτό στις προκλήσεις µιας νέας εποχής, όπου η γνώση και η αναπαραγωγή του παρελθόντος είναι πια ζήτηµα διαρκώς ρευστό, αίτηµα πιεστικά αναλυτικό και πεδίο συνεχών διερωτήσεων και συγκρούσεων;

Τέλος, πόσο επιτυχηµένη είναι η διάταξη των αρχαιολογικών εκθεµάτων στο ίδιο το µουσείο; Υπάρχουν µουσειολογικά λάθη στην έκθεση, που ενδεχοµένως να οφείλονται στον αρχικό σχεδιασµό και τη µελέτη; Ή µιλάµε για µια εντελώς νέα πρόταση προσέγγισης των ίδιων αυτών εκθεµάτων, που τα αφήνει για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθµό έκθετα; Οχι µόνο στα «θαυµαστικά» µάτια των επισκεπτών, αλλά και στην κρίση όσων θέλουν να αναλογιστούν ποια αναγκαιότητα τους φέρνει µέχρις εκεί, ποιες ιστορίες συνδέουν τα εκθέµατα µεταξύ τους και ποια (ιδεολογική) κατάχρηση έχει γίνει στο όνοµα των εκθεµάτων. Τέτοιου τύπου ερωτήµατα απασχόλησαν ήδη το πρώτο µέρος ενός διεθνούς συνεδρίου «Με αφορµή το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης», που έγινε στη Θεσσαλονίκη το περασµένο Σαββατοκύριακο. Και αναµένεται να βρεθούν ακόµα περισσότερο στο κέντρο της συζήτησης στο δεύτερο µέρος του συνεδρίου αυτού, το οποίο αυτές τις ηµέρες λαµβάνει χώρα στο Μουσείο Μπενάκη και θα κορυφωθεί (µε την παρουσία και του ίδιου του Μπερνάρ Τσουµί) την Κυριακή 22 Μαΐου. Η στιγµή είναι πολύ καλή και το καινούργιο µουσείο είναι η ιδανική πλατφόρµα για να αρχίσει µια ευρύτερη συζήτηση σχετικά µε τις µουσειακές πολιτικές στον σύγχρονο πολυεπικοινωνιακό και πολυεστιακό κόσµο, σχετικά µε τον τρόπο που αυτές συνδέονται µε τη νέα αρχιτεκτονική, σχετικά µε τις νέες πολιτικές του χώρου και τη δυναµική του παγκόσµιου διαδικτυωµένου αρχείου.

Αξίζει να αναλογιστούµε, ως εκ τούτου, και το εξής: όσο και αν κάποιοι επιµένουν να έχουν τις αντιρρήσεις τους, η χρήση του Νέου Μουσείου, η ένθεσή του στην καθηµερινότη τα της πόλης, θα δηµιουργήσει δυναµικές – όπως και αυτή της περασµένης Τετάρτης – που ίσως ξεπεράσουν τελικά την όποια στεγνή, εξειδικευµένη αποτίµησή του.

Για να γίνει όµως αυτό χρειάζεται και µια σχετική τόλµη από τους θεσµικούς φορείς που το διοικούν: χρειάζεται το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης να ανοιχτεί στην πολλαπλή χρήση του· χρειάζεται να ανοίξει περισσότερο τη θέα του όχι µόνο προς τον Παρθενώνα αλλά και προς την πόλη γύρω του· χρειάζεται να υπονοµεύσει τη µονοµανία µε τα Ελγίνεια (ρεπλίκες πλέον, ή οµιλούσες τρύπες στον τελευταίο όροφο του µουσείου)· και χρειάζεται να αρχίσει τους πειραµατισµούς προσκαλώντας, εκτός των άλλων, εικαστικές δράσεις, παραστάσεις ή και παράλληλες µικρές εκθέσεις στους ελεύθερους χώρους του.

Και δεν εννοώ, βεβαίως, καθαρολόγες αναπαραγωγές του εθνικού «παρθενωνολατρικού υλικού», αλλά το αντίθετό τους: παρεµβάσεις ικανές να µουντζουρώσουν την παραδοσιακή, τη στατική εικόνα που έχουµε για την Ακρόπολη και το ιδεατό µουσείο που πρέπει να είναι απέναντί της.

Κάπως έτσι θα µπορέσει και το εντυπωσιακό µουσείο των Τσουµί – Φωτιάδη να βγάλει από πάνω του αυτή την πατίνα τύπου «αµερικανική έπαυλη µε καλοκουρεµένο γκαζόν και προικισµένο γκαράζ σε στάση παρενόχλησης», που κάποιοι θεωρούν ότι έχει. Και να βρει το πραγµατικό, το ανθρώπινο, το καθηµερινό και δηµιουργικά αθηναϊκό µέγεθός του.

Η χρήση του Νέου Μουσείου, η ένθεσή του στην καθηµερινότητα της πόλης, θα δηµιουργήσει δυναµικές – όπως και αυτή της περασµένης Τετάρτης – που ίσως ξεπεράσουν τελικά την όποια στεγνή, εξειδικευµένη αποτίµησή του

ο ∆ηµήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πολιτισµικών Σπουδών και Σπουδών Φύλου στο Πανεπιστήµιο της οξφόρδης