Πήρε τηλέφωνο έναν φίλο να του ευχηθεί για τη γιορτή του. Τον πέτυχε να τελεί εν ευθυµία, χάρη στα τσίπουρα, την ώρα που ο οβελίας στριφογυρνούσε στη σούβλα. Εκείνος πνίγοντας τα χαχανητά του άρχισε να περιγράφει το πρώτο Πάσχα στον καιρό του Μνηµονίου. Στο σπίτι που ήταν καλεσµένος οι µισοί συνδαιτυµόνες είχανέρθει από τη πατρίδα της σουηδέζας συζύγου. Για µια δόση ελληνικού φολκλόρ. «Δεν µπορώ να σου περιγράψω πώς µας λυπούνται! Κι εγώ στη θέση τους θα µας λυπόµουν, αν µας έβλεπα να τρώµε και να πίνουµε σε µια βίλα µέσα στα πεύκα». Και δώσ’ του γέλιο. «Ευτυχώς που οι Σουηδοί δεν είναι στη νοµισµατική ένωση και δεν µας δίνουν λεφτά», είπε µε µια υπόνοια τύψεων κλείνοντας. Την εποµένη, τη δεύτερη µέρα του Πάσχα (επίσης γιορτή λαµπρή) κι ενώ περιέγραφε το παραπάνω σκηνικό στη φίλη του, χτύπησε το κινητό. Από την άλλη άκρη της γραµµής αυτόπτες µάρτυρες του µετέφεραν ένα σκηνικό που αποκαλύπτει, όπως της δήλωσε, περίτρανα τη φουστανέλα που κρύβουµε κάτω από το κοστούµι του εξευρωπαϊσµού. Στην καρδιά του Κολωνακίου, στην οδό Τσακάλωφ ανάµεσα στα καφέ, είχαν στηθεί σούβλες και η τσίκνα του αρνιού έσπαγε µύτες. Ξέσπασαν πάλι σε γέλια. «Είµαστε ωραίοι! Δεν είµαστε; Μερακλήδες και χαλαροί, όχιΣκανδιναβοί. Είµαστε παιδιά της ανοιξιάτικης αµνοφαγίας και του ατελείωτου, του παντοτινού ελληνικού καλοκαιριού. Είµαστε ήδη σε διακοπές», κατέληξαν. Γιατί κανείς δεν θέλει νασκέφτεται τα δεινά µας. Στην Ελλάδα άλλωστε δεν υπάρχει φθινόπωρο.