Κατεβαίνει από την Ξάνθη οδηγώντας, είναι κιόλας κουρασµένη αρκετά. Τρεις γυναίκες ταξιδεύουν µε το αυτοκίνητο. Στα πρώτα διόδια µετά τη Θεσσαλονίκη βλέπει µπάρες σηκωµένες, πανό, και τους υπαλλήλους µέσα στο γκισέ. Σταµατάει.

«Αντε µαντάµ πέρνα, δεν πληρώνουµε» της λένε οι απέξω.

«Εγώ θα πληρώσω», λέει η µαντάµ. Την ειρωνεύονται, της λένε διάφορα, πληρώνει, φεύγει. Στα δεύτερα διόδια ίδιο σκηνικό. Στις άκρες δυοπεριπολικά µε τα τζάµια ανεβασµένα. Στο γκισέ υπάλληλοι.

Σταµατάει ξανά.

«Αντε φύγε κυρά µου!» Αυτή τη φορά το λεξιλόγιο είναι βαρύ, η αδρεναλίνη ανεβαίνει γρήγορα. «Θα πληρώσωκαι θα φύγω» απαντά, κι ακολουθεί ο χείµαρρος τωνύβρεων που δεν επαναλαµ βάνεται. Εξαλλοι άνδρεςτης κοπανάνε το αυτοκίνητο, έξαλλεςγυναίκες τσιρίζουν υστερικά, ότι «είναι του κόµµατος», τηςβρίζουν ένα ένα τα µέλητης οικογένειάς της καθώς και ταµέρη του σώµατός της.Από πίσω µαζεύονται κι άλλα αυτοκίνητα, ουδείς βγαίνει έξω, ουδείς µιλάει, όλα τα τζάµια κλειστά. Ακόµα και των περιπολικών.

Μούγκα στη στρούγκα οι άλλοι οδηγοί, παροµοίως και οι αστυνοµικοίστα αυτοκίνητα. Τρελοί είναι να τα βάλουν µε τους έξαλλους; Εδώ µιλάµε για διονυσιασµό, γιακατάσταση ανεξέλεγκτη. Ησυχία, τάξη,αδιαφορία οι άλλοι, όσεςβαριές κουβέντες κι αν άκουσαν. Αντε να φύγουν, να περάσουν, να πάνε σπιτάκι τους.Κι αυτή πιατι φαγώθηκε να πληρώσει; Της κάνανε δώροενάµισι ευρώ, ήθελε και τα ρέστα.

∆εν την αφήνουν να πληρώσει, κάνει στο πλάι και παρκάρει, πάει στα γραφεία, βρίσκει τον υπεύθυνο, «Σας παρακαλώ φύγετε, είναι πολύ εξαγριωµένοι» της λέει. Τον βλέπει τον άνθρωπο φοβισµένο,έχουν σπάσει και ταδικά της νεύρα από την επίθεση, φεύγει.

Φτάνει στην Αττική Οδό, ανοιχτός ο δρόµος, σηκωµένες οι µπάρες, πανό κ.λπ. «Καλά, εδώ γιατί δεν πληρώνουµε;»ρωτά µια γυναίκα που βρίσκεται στην πρώτη γραµµή. (Πού το βρίσκει το κουράγιο να συνεχίζει τον διάλογο, απορώ) «Είναι παράνοµα τα διόδια κυρία µου!» την πληροφορεί η άλλη µε ύφος δόκτορα της Νοµικής. Μαθαίνεις κάτι κάθε µέρα.