Η ανάγκη για λύτρωση µπορεί να σε οδηγήσει παντού – ακόµη και στα χέρια του απαγωγέα σου. Ο βρετανός παραγωγός Μαρκ Χέντερσον, οχτώ χρόνια µετά την απαγωγή του, εξετάζει τα γεγονότα από την αρχή και επιστρέφει στη ζούγκλα της Κολοµβίας. Η ταινία του –«My kidnapper» – είναι απλώς ηαφορµή. Η αιτίαβρίσκεται στην ανάγκητου να δώσει απαντήσεις στα ερωτήµατα που τον βασανίζουν.

Είχαν περάσει 10 µήνες από την απελευθέρωσή του. Ο Μαρκ Χέντερσον βρισκότανστην Αγγλία.Ο,τι έζησε, έζησε. Είχε αντέξει. Οι ειδικοί είχαν συµβουλεύσει τους γονείς του να µην του λένε τι πέρασαν, για να µη νιώσει ενοχές και να µη µιλά µε ανθρώπους που βρέθηκαν στη θέση του γιατί αυτό θα οδηγούσε σε ανταγωνιστικές συµπεριφορές: «Είχατε ρύζι; Ησασταν τυχεροί. Εµείς τίποτα».

Σκέφτηκε λοιπόν ναγράψει. Αλλά όταν άρχισε να το κάνει, οινύχτες του έγιναν εφιαλτικές. Ξυπνούσε από τις φωνές του. Καιστη διάρκεια της µέρας, ήταν εξαιρετικά νευρικός. Τρελαινόταν. Ετσι ένιωθε. Οµως ένας ψυχολόγος το ονόµασε αλλιώς: διαταραχή µετατραυµατικού στρες.

Ηταν Νοέµβριος του 2004. Τότε έφτασε τοπρώτο e-mailαπό τον Αντόνιο. «Αγαπητέ Μαρκ»,έγραφε. «Ελπίζω να είσαι καλά. Σε είδα στην τηλεόραση. Ελπίζω να επικοινωνήσουµε και να γίνουµε φίλοι». Κι έγιναν «κάτι» σαν φίλοι.

Πέντε χρόνια αλληλογραφούσαν. Ο ιερέας που είχε µεσολαβήσει για την απελευθέρωση της 7µελούς οµάδας του Χέντερσον – 4Ισραηλινοί, µια Γερµανίδα και ένας Ισπανός –είχε καταφέρει να µεταπείσει τον Αντόνιο να φύγει από την οργάνωση των ανταρτών.

«τού ΑΠΑΝΤΗΣΑ γιατί µε είχε προκαλέσει», λέει ο Χέντερσον και θυµάται τις µέρεςτης απαγωγής.

Τότε που, µαζί µε τους υπόλοιπους τουρίστες, βρέθηκε ξηµερώµατα στη ζούγκλα απέναντι από τα προτεταµένα όπλα των ανταρτών. Ο Αντόνιο ήταν ο µοναδικός που δεν εξέφραζε µίσος εναντίοντους. Μορφωµένος και µε αγάπη για τη δυτική µουσική, όταν οι άλλοι καθάριζαν τα όπλα τους, εκείνος συζητούσε για τους Massive Attack και την καταπάτηση των δικαιωµάτων των φτωχών Κολοµβιανών. Πίεζε µάλιστα τον Χέντερσον να γυρίσει ένα φιλµ για την πατρίδα του.

Η επιθυµία του ικανοποιήθηκε αλλά το θέµα είναι άλλο: ο απαγωγέας, το θύµα και η επιλογή τους να ξανασυναντηθούν. Τα όρια της κατανόησης και της συγχώρεσης. «Ηθελα να τον κάνω να καταλάβει τι έκανε. Και ήθελα κι εγώ να καταλάβω τι τον έσπρωξε. ∆εν ένιωθα µίσος», καταθέτει ο Χέντερσον.

Συναντήθηκαν λοιπόν στη µέση του πουθενά, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν, στη ζούγκλα. Ο Αντόνιο έφτασε µε το αυτοκίνητό του, µε τη γυναίκα του. Είχε αλλάξει πολύ. ∆εν φορούσε στολή πια αλλά ένα φλις και ένα απλό παντελόνι. ∆εν είχε κάτι το ξεχωριστό. «Χαµογέλασε και αγκαλιαστήκαµε», θυµάται ο Χέντερσον. «Ακούγεται περίεργα, το ξέρω. Ολοι οι κανόνες, όλες οι σταθερές, είχαν ακυρωθεί».

∆ύο ώρες γύρισµα είχαν προγραµµατίσει να κάνουν. Οµως ο Αντόνιο ήταν ποταµός. «∆εν θα φύγω από το ξενοδοχείο. Θέλω να σου πω τα πάντα», έλεγε. Επί επτά ώρες απαγωγέας και θύµα, πρόσωπο µε πρόσωπο, επανεξέταζαν το παρελθόν. «Μόνο όταν αναφέρθηκε στην απαγωγή µε λεπτοµέρειες άρχισα να νιώθω ξανά θυµό…», λέει ο Χέντερσον, «όµως ο θυµός δεν κράτησε πολύ».

«ο ΚΟΣΜΟΣ µε ρωτά: Πώς µπορείς να συγχωρέσεις; Είναι δύσκολο να εξηγήσω», συνεχίζει ο βρετανός παραγωγός. «Αν δεν µπορώ να συγχωρέσω, τότε πρέπει να αναρωτηθώ για µένα. Με ρωτούν ακόµη γιατί δεν έκανα τις ερωτήσεις που ήθελα µέσω mail. Πρέπει να εξηγήσω λοιπόν ότι, µετά τη συνάντηση, ένιωσα πιο ελαφρύς. Σαν να επέστρεψε η δύναµή µου. Υστερα, εγώ έκανα τις ερωτήσεις. Κι όποτε ήθελα, µπορούσα να κάνω ένα τηλεφώνηµα και να τον συλλάβουν. Αυτή ήταν η δική του πράξη εξιλέωσης».

Ο απαγωγέας αναζητούσε την εξιλέωση, το θύµα τη λύτρωση

101 µέρες

έµεινε το 2003 στα χέρια των ανταρτών απαγωγέων του στη ζούγκλα της Κολοµβίας, ο βρετανός παραγωγός μαρκ Χέντερσον και άλλοι έξι τουρίστες.

ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΑΣΝΙΚΟΦ ΣΤΟΝ ΚΡΟΤΑΦΟ


Συµπληρώνονταν ήδη δύο, τρεις εβδοµάδες στα χέρια των απαγωγέων και οι ισραηλινοί όµηροι είχαν προσπαθήσει να αποδράσουν. ο Χέντερσον ήταν φιλικός µαζί τους, όπως και µε όλους τους οµήρους. την ίδια τύχη είχαν άλλωστε. τον έπιασαν λοιπόν οι αντάρτες, τον τράβηξαν µπροστά από τους υπόλοιπους οµήρους και τον σηµάδευσαν στο κεφάλι. «Νόµιζα ότι θα µε σκότωναν», λέει. «ο αρχηγός της οµάδας έβαλε το AK-47 στον κρόταφό µου, ενώ ένα άλλο όπλο βρισκόταν στο πίσω µέρος του κεφαλιού µου. μιλούσαν δυνατά, ούρλιαζαν σε µια περίεργη διάλεκτο. Ηµουν στα γόνατα, έγερνα µπροστά και φώναζα, σαν να προσευχόµουν. Κάπως έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι, σκέφτηκα». οι σκέψεις του Χέντερσον διακόπηκαν βίαια από πυρά. προέρχονταν από τη ζούγκλα. τότε είδε τους αντάρτες να σέρνουν τους ισραηλινούς και όλοι νόµισαν πως τους είχαν σκοτώσει. οµως τα πυρά ήταν προειδοποιητικά και οι ισραηλινοί ζωντανοί.