O λόγος στους αναγνώστες. Ο Τάκης Σουβαλιώτης, Χαλανδρίτσα Πατρών, γράφει:

«Πριν από 62 χρόνια, το 1948, μέσα σε τρεις μήνες έγιναν εδώ στη Χαλανδρίτσα δύο μάχες. Μεταξύ χωροφυλάκων και Μάηδων από τη μια μεριά και ανταρτών από την άλλη. Η πρώτη έγινε τον Απρίλη.

Τις νυχτερινές ώρες. Μόνο οι αντάρτες είχαν δύο νεκρούς. Ο ένας νεκρός αντάρτης ήταν από κάποιο χωριό της Αγιάλειας. Και ο άλλος, ένα 20χρονο παλικάρι και μοναχογιός, ήταν Χαλανδριτσανόπουλο. Ο Θάνος Αργυρόπουλος ή Μπέσκος. Και επειδή ο πατέρας τού σκοτωμένου παιδιού ήταν στην εξορία ως αριστερός και η μάνα του ήταν πεθαμένη, την κηδεία την ανέλαβαν κάποιοι συγγενείς του.

Τον τοποθέτησαν επάνω σε μια σκάλα από αυτές που μαζεύουμε τις ελιές και χωρίς να διαβαστεί στην εκκλησία, τον πήγαν κατευθείαν στο νεκροταφείο, όπου και τον έθαψαν. Σαν σκυλί, δηλαδή.

Ετσι την ήθελε την κηδεία του η Χωροφυλακή. Και όταν σε κάποια στιγμή ένας ξάδερφός του ξέσπασε σε κλάματα, δέχθηκε αμέσως ένα πολύ δυνατό χαστούκι από έναν χωροφύλακα. «Ρε, τον Βούλγαρο κλαις;» του είπε, έτοιμος να τον χαστουκίσει και πάλι.

Μεταξύ των άλλων πέρασε μπροστά από τον άψυχο νέο- που το πρόσωπό του είχε «σοβατιστεί» από τα μυαλά του- και μια πανέμορφη κοπελιά. Πέρασε σαν κυνηγημένη και μόλις λίγο άντεξε για να τον κοιτάξει. Ηταν το κορίτσι του. Αυτά για την πρώτη μάχη.

Στις 6 του Ιούλη έγινε και η δεύτερη. Αρχισε τα ξημερώματα και τελείωσε αργά το μεσημέρι. Σε αυτήν τη μάχη το τίμημα για τους χωροφύλακες και τους Μάηδες ήταν βαρύτατο. Πάνω από εξήντα νέα παιδιά, που δεν είχαν ακόμη προλάβει να φτιάξουν τις δικές τους οικογένειες, να γίνουν κι αυτά γονείς και να σφίξουν στις αγκαλιές τους τα δικά τους μωρουδάκια, πότισαν με το αίμα τους κάποια περιβόλια και κάποιους πουρναρόθαμνους εδώ στη Χαλανδρίτσα.

Εβλεπες μετά τη μάχη ολόκληρους λεβέντες, και από τη μια μεριά (χωροφύλακες) και από την άλλη (αντάρτες), να είναι πεσμένοι εδώ κι εκεί και να είναι ασάλευτοι.

Εβλεπες διαλυμένα κρανία σε κάποιους, σε άλλους τα σωθικά να είναι ξεχυμένα πάνω στα καταματωμένα μπουφάν τους και τις μύγες να εφορμούν πάνω τους κατά σμήνη.

Εβλεπες τα νιάτα εκείνης της εποχής να έχουν αλληλοσφαχτεί.

Εβλεπες τη φρίκη του Εμφυλίου.

Αυτά που είδαμε τότε εμείς ως παιδιά, να μην τα ξαναδεί ο τόπος μας. Πετάχτε, νέοι μου, τις μολότοφ, τους λοστούς και τα καδρόνια και ζήστε την ειρηνική ζωή. Και πάρτε αποστάσεις από όλους τους άμυαλους πολιτικούς.

Από αυτούς που συνειδητά καλλιεργούν στην κοινωνία μας εμφυλιοπολεμικές τάσεις».