Παντοδύναµος ηγέτης της Αλβανίας αµέσως µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο και για περισσότερα από 40 χρόνια, Γ.Γ. του (κοµµουνιστικού) Αλβανικού Κόµµατος Εργασίας από το 1943, ο Ενβέρ Χότζα ήταν ήδη πεθαµένος έξι χρόνια όταν ο ανδριάντας του, στην κεντρική πλατεία των Τιράνων, γκρεµίστηκε από το πλήθος. Εχοντας κλείσει τα ελληνοαλβανικά σύνορα από το 1945 και έχοντας διακόψει τις σχέσεις του µε τη Γιουγκοσλαβία (1948), µε την ΕΣΣΔ (1956), µε τα κράτη του Συµφώνου της Βαρσοβίας (1968) και µε τους «ρεβιζιονιστές του Πεκίνου» (1977), είχε αποµονώσει τη χώρα του και είχε εγκαθιδρύσει το πλέον σκληροπυρηνικό κοµµουνιστικό καθεστώς στην Ευρώπη, προχωρώντας σε ριζικές µεταρρυθµίσεις αλλά και σε εκτεταµένες εκκαθαρίσεις όσων θεωρούσε εχθρούς του. Βορειοηπειρώτης που µεγάλωσε ως αλβανός πολίτης και έχει σήµερα ελληνική υπηκοότητα, ο συγγραφέας Τηλέµαχος Κώτσιας, έχει αποτυπώσει στα βιβλία του την τραγική εµπλοκή πολλών Βορειοηπειρωτών µε το καθεστώς, όταν αφοσιώθηκαν στην οικοδόµηση του σοσιαλισµού και στη συνέχεια διώχθηκαν ανελέητα ως ρεβιζιονιστές µε το στίγµα του προδότη. Στο σηµερινό αφήγηµά του περιγράφει την εµβληµατική στιγµή κατά την οποία η Αλβανία στρέφει την πλάτη της στο παρελθόν και µπαίνει στη σκληρή περιπέτεια µιας πολύ δύσκολης ανοικοδόµησης.

Μετά την κηδεία περάσαµε από το σπίτι για καφέ. Η µέρα ήταν τόσο κουραστική και φορτισµένη που δεν έβλεπα την ώρα να πάω σπίτι µου να ηρεµήσω. Περνώντας µέσα από τα στενά δροµάκια της Πέπελης άκουσα ένα ελαφρύ σφύριγµα από το σπίτι του Φάνη και τη φωνή του που µε καλούσε να πάω από εκεί. Μετά βίας να τον διακρίνω ανάµεσα στις κρεβατίνες µε τα κλήµατα.

– Πώς και κρύβεσαι; τον ρώτησα αφού πέρασα µέσα στην αυλή.

Μου έκανε εντύπωση που δεν ήταν στην κηδεία του γείτονα. Κάτι τέτοιο στα χωριά της Δρόπολης ήταν ασυνήθιστο. Τον νεκρό τον συνοδεύει πάντα όλο το χωριό.

Δεν είµαι εδώ, µου απάντησε µε τον δικό του αστείο τρόπο.

– Πού είσαι; – Στα Τίρανα. Καθήσαµε κάτω από την κρεβατίνα για να τα πούµε. Με ρώτησε αν ήθελα καφέ. Του είπα όχι, είχα πιει πολλούς στην κηδεία. Μόνο νερό ήθελα. Του εξέφρασα την απορία που απουσίαζε από κηδεία του γείτονα του µπαρµπα-Νίκου.

– Μόλις ήρθα από τα Τίρανα, µου είπε. Μισή ώρα έχω. Και δεν θέλω να µε δουν. – Πώς και πήγες στα Τίρανα έτσι ξαφνικά; τον ρώτησα απορώντας για όλη αυτή τη µυστικότητά του.

– Κάτσε να σου πω, µου λέει.

Εφερε το νερό, µε ξαναρώτησε αν ήθελα ρακί, του είπα όχι, γιατί είχα πιει στην κηδεία δυο τρία ξεροσφύρι, έλαβε θέση και άρχισε να εξιστορεί:

– Πάθαµε χουνέρι µεγάλο. Ολα άρχισαν από χθες. Τι µας έβαλε ο διάβολος µαζί µε τον Σταύρο και ξεφυλλίζαµε στη λέσχη του χωριού τα λιγοστά βιβλία της βιβλιοθήκης, µπας και βρούµε κανένα της προκοπής. Μόνο τα άπαντα του Ενβέρ Χότζα είχαν µείνει, τα άλλα τα είχαν κλέψει. «Να δεις που σε λίγους µήνες δεν θα µείνει τίποτα ούτε απ’ αυτά» µου λέει ο Σταύρος. «Αυτά δεν τα πιάνει κανείς στα χέρια» του λέω. «Δεν βλέπεις που γέµισαν σκόνες;» «Θα πάν’ για ανακύκλωση, θα δεις» µου λέει. «Ας τα δούµε για τελευταία φορά». Αρχίσαµε να τα χαζεύουµε. Καλοδεµένα, µε κόκκινο χοντρό εξώφυλλο! Βλέπαµε και τις φωτογραφίες του τρισκατάρατου στην πρώτη σελίδα. Εγχρωµες κι ωραίες. Βγάζω που λες µια πρόκα που είχα τυχαία στην τσέπη και του τρυπάω τα µάτια µε µίσος. Ο Σταύρος το ευχαριστήθηκε. Μου έφερνε όλους του τόµους, µου άνοιγε τα βιβλία κι εγώ έµπηγα την πρόκα. Μας είχε πιάσει µια µανία να τον εκδικηθούµε. Υστερα είπαµε να τις σκίσουµε. Εγινε ένα χοντρό µάτσο µε φωτογραφίες. Σαράντα και τόσοι τόµοι και δεν είχε φτάσει το έργο του ούτε στη µέση. Υπολόγισε να το τελείωναν. Στη συνέχεια σκεφτόµασταν τι να τις κάνουµε. Αν έβλεπαν τα βιβλία µε σκισµένη φωτογραφία, σίγουρα εµάς θα υποψιάζονταν. Δεν πάµε µια φορά στα Τίρανα, να δούµε τι γίνεται και από ‘κεί; Ηταν το πρώτο που σκεφτήκαµε. Θα είχαµε και άλλοθι. Εκεί θα τις διανείµουµε στους δρόµους. Πού θα µας έβρισκαν µέσα στην πολυκοσµία; Ξεκινήσαµε αµέσως µε οτοστόπ και κατά τα χαράµατα κοντεύαµε να φτάσουµε. Λίγο πριν να µπούµε στην πόλη, µας σταµατάει µπλόκο της Αστυνοµίας. Τα χρειαστήκαµε. Μας ζήτησαν τα στοιχεία και µας κατέβασαν. Μας πήραν στο αυτοκίνητό τους και _ ντουγρού για το φρέσκο. Μας έκαναν έλεγχο στην τσάντα, αλλά ευτυχώς δεν βρήκαν τις φωτογραφίες που τις είχα βάλει σε διπλό πάτο.

Μας πήραν σε ανακρίσεις. Μας ρωτούσαν γιατί ερχόµασταν στα Τίρανα. Ετσι, για βόλτα, απαντούσαµε. Μας ρωτούσαν αν έχουµε κάποιον συγγενή, τους είπαµε όχι. Αφού µας ρώτησαν αρκετές φορές και δεν βρήκαν άκρη, µας έµπασαν σε ένα µεγάλο κελί. Εκεί γινόταν συνωστισµός. Ούτε όρθιοι δεν χωρούσαµε. Εφερναν κι άλλους. Γέµισαν οι διάδροµοι. Δεν ξέραµε τι συνέβαινε. Μάθαµε ότι επρόκειτο να γίνει µεγάλη διαδήλωση στα Τίρανα. Κατάφταναν απ’ όλη την Αλβανία µε κάθε µέσο. Από τους πιο νέους µαθαίναµε καινούργια πράγµατα. Είχαν σταµατήσει τα τρένα, τα λεωφορεία, έκαναν µπλόκο στους δρόµους. Είχαν αποκλείσει την πρωτεύουσα για να µην έρθουν από την επαρχία. Μας ήρθε η καρδιά στον τόπο µε τον Σταύρο. Αλλος ήταν ο λόγος που µας σταµάτησαν. Με τον Σταύρο µιλούσαµε Ελληνικά για να µη µας καταλαβαίνουν οι άλλοι, αλλά εκεί µέσα ήταν όλα ελεύθερα. Αγνωστοι άνθρωποι έβριζαν το καθεστώς. Μας ρωτούσαν κι εµάς, αν η µειονότητα ήταν για την αλλαγή του καθεστώτος. «Και µας ρωτάτε;» λέγαµε εµείς. «Αµήν και πότε.» Μας έλεγαν ότι η Αλβανία θα αδειάσει, θα µείνει ο Ραµίζ Αλία µόνος του και στο τέλος θα φύγει και αυτός. Εσείς είστε τυχεροί, µας έλεγαν. Εχετε πού να πάτε. Φύγετε να γλιτώσετε. Μάλιστα προσπαθούσαν να µας πιάσουν φίλους για να φύγουµε µαζί στην Ελλάδα. Ακούγονταν απ’ έξω συναγερµοί της Αστυνοµίας. Σειρήνες. Υστερα από κάνα δυο ώρες άρχισαν να αδειάζουν το κρατητήριο. Μας φώναζαν να βγούµε στο προαύλιο κατά νοµό και να ανέβουµε στα φορτηγά. Οταν είπαν Τεπελένι, Αργυρόκαστρο, Αγιοι Σαράντα, βγήκαµε κι εµείς. Μας ανέβασαν σε µια νταλίκα σκεπασµένη, µας κλείδωσαν και ξεκινήσαµε. Ετσι που λες, επιστρέφαµε φιρί φιρί. Μας είδαν τα Τίρανα, δεν τα είδαµε.

– Και τώρα γιατί κρύβεσαι; τον ρωτάω.

– Θέλω να έχω άλλοθι. Να λέω ότι είµαι στα Τίρανα αν τελικά ανακαλύψουν τις σκισµένες φωτογραφίες. Αλλά το βλέπω, τζάµπα κρύβοµαι. Θα πάω βράδυ να συλλυπηθώ τον Λευτέρη για τον πατέρα του. Πάνω σ’ αυτά φώναξε από τον δρόµο ο Σταύρος και ο Φάνης πήγε να ανοίξει την αυλόπορτα.

– Τι κάθεστε έτσι σαν µουγγοί; φώναξε ο Σταύρος φουριόζος χωρίς να πει ούτε καλησπέρα. Ανοίξτε την τηλεόραση να δείτε τι γίνεται αυτή τη στιγµή στα Τίρανα. Γρήγορα!

Μπήκαµε µέσα και ανοίξαµε την τηλεόραση. Μια τεράστια αντικαθεστωτική διαδήλωση στην Πλατεία Σκεντέρµπεη. Λαοθάλασσα. Τη µετέδιδε το τηλεοπτικό κρατικό κανάλι. Ούτε που θα µπορούσε να φανταστεί κανείς πριν από δυο τρεις µήνες κάτι τέτοιο. Το ρεπορτάζ έδειχνε προηγούµενα πλάνα και στη συνέχεια σε απ’ ευθείας σύνδεση. Ο ρεπόρτερ φαινόταν ότι ανήκε στην αντιπολίτευση. Μιλούσε µε ενθουσιασµό σαν να µετέδιδε ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο ανδριάντας του Ενβέρ Χότζα, θεόρατος και επιβλητικός µπροστά στο πλήθος, σαν τον Γολιάθ. Οι άνθρωποι, ενωµένοι όλοι µαζί, αψηφούσαν τον φόβο και βάδιζαν µπροστά. Η σκιά του ανδριάντα προκαλούσε δέος. Οι επικεφαλής του κινήµατος ανέβαιναν στο υπερυψωµένο βάθρο και µιλούσαν κατά της τυραννίας. «Αλβανικέ λαέ»! «Λαέ των Τιράνων»! Εψαλαν κά τραγούδια του καθεστώτος τώρα είχαν πάρει το εντελώς αντίθετο νόηµα. Προσωπικότητες των γραµµάτων και της τέχνης έπαιρναν τον λόγο µε τη σειρά. «Δηµοκρατία»! «Ελευθερία»! «Πολυκοµµατισµός»! Ελεγαν ότι η στιγµή αυτή σηµατοδοτούσε το τέλος µιας εποχής.

Κάποιος σκαρφάλωσε πάνω στον ανδριάντα και έριξε µια θηλιά από συρµατόσχοινο στον λαιµό. «Βοή λαού οργή Θεού». Το συρµατόσχοινο δέθηκε σε κάποιο όχηµα. Ακούστηκε το δυνατό γκάζι του οχήµατος και το τεζάρισµα του συρµατόσχοινου έκανε για αρκετά δευτερόλεπτα την ένταση να κορυφώνεται. Τη βοή διαδέχτηκε κάποια ηλεκτρισµένη σιωπή. Τι θα συνέβαινε; Ο ανδριάντας άρχισε να κουνιέται. Ωχ Θεέ µου, θα τον ρίξουν; Και πού θα πάνε να κρυφτούν ύστερα; Από ποιο παράθυρο θα αρχίσουν να ξερνάν φωτιά τα πολυ βόλα; Πόσοι νεκροί θα ακολουθήσουν; Υστερα από ένα αλησµόνητο τεντωµένο στην κυριολεξία λεπτό, ο τεράστιος ανδριάντας κουνήθηκε, ξεκόλλησε και ύστερα από δυο επάλληλες κινήσεις έπεσε µε κουρνιαχτό, προκαλώντας έξαλλα, παράφρονα ουρλιαχτά και µια πανικόβλητη χαρά.

Πεταχτήκαµε και οι τρεις από τις θέσεις µας ζητωκραυγάζοντας µε όλη µας τη φωνή. Η µικρή Ευτυχία που είχε καθήσει αθόρυβα δίπλα στον µπαµπά της και παρακολουθούσε αυτό το περίεργο µατς, πετάχτηκε και αυτή χτυπώντας τα παλαµάκια: «Γκοοολ!».

– Αυτό ήταν το καλύτερο γκολ, Ευτυχούλα µου, της είπε ο Σταύρος. Θα σου αλλάξει τη ζωή, να το θυµάσαι.

Εκείνη τον κοίταζε µε τα µάτια της να λάµπουν χωρίς να καταλαβαίνει το νόηµα απ’ αυτά τα λόγια.

Στη συνέχεια το όχηµα έσερνε τον κούφιο ανδριάντα σαν αναποδογυρισµένη βάρκα καθ’ όλη τη µεγάλη λεωφόρο που µαύριζε από κοσµοσυρροή. Τον πέταξαν στο ποτάµι της Λιάνας που διασχίζει τα Τίρανα. Πετροβολούσαν, ούρλιαζαν. Η στάθµη του νερού εκείνη τη µέρα σίγουρα αυξήθηκε από τα χιλιάδες κατουρήµατα πάνω στον ανδριάντα.

– Τώρα βάλε τσίπουρο, είπα στον Φάνη. Βάλε και µεζέ. Δεν τη γλιτώνεις.

– Εχω µια ιδέα, λέει ο Σταύρος. Να πάµε στον Γάκη Στόλη που είναι µόνος του στο σπίτι απόψε. Κι όταν είναι µόνος, πίνει και δεν ξέρει τι γίνεται στον κόσµο. Να του πούµε το συχαρίκι.

Ο Γάκης ήταν ένας θείος µας που είχε κάνει πολλά χρόνια φυλακή ως αντικαθεστωτικός και ζούσε περιορισµένα, αφού πολύ λίγοι του έκαναν παρέα. Φτάσαµε στην πόρτα του, του φωνάξαµε και µας άνοιξε λιγάκι ανήσυχος.

Οταν άκουσε τις χαρωπές φωνές µας, συνήλθε.

– Συχαρίκια! του λέει ο Φάνης. Ανοιξε την τηλεόραση να µάθεις τα νέα. Τι κάθεσαι!

– Τι γίνεται, βρε παιδιά, µας ρωτάει απορηµένος.

Πάντα φοβόταν τις κακές ειδήσεις.

Δεν του είπαµε τίποτα, ανάψαµε µόνο την τηλεόραση. Το ρεπορτάζ συνεχιζόταν µε τον απόηχο του γεγονότος. Εδινε σε πολλαπλή επανάληψη τη στιγµή της πτώσης του ανδριάντα. Ο Γάκης τα ‘χασε.

– Αντε, κέρασε, του είπε πειραχτικά ο Σταύρος.

Το πρόσωπο του Γάκη έλαµψε. Τον ξέραµε που δεν ήταν ικανός να εξυπηρετήσει. Απόψε έλλειπε και η γυναίκα και ένιωθε άβολα.

– Ελα να σου πω, λέει στον Φάνη.

Εδώ από κάτω από τη σκάλα είναι η νταµιτζάνα µε το ρακί. Πάρε µια καράφα από το σύνθετο και γέµισέ τη. Εδώ στο ντουλάπι κάπου πρέπει να είναι και το χωνί. Βάλε και ποτήρια. Εκεί είναι το καλάθι µε τα αυγά. Βγάλε και βράσε. Βγάλε και τυρί από το δοχείο εδώ. Εδώ στο καλάθι έχει και κάτι ντοµάτες. Κόψε κι ένα κρεµµύδι από την αρµάθα και κάνε και µια σαλάτα. Να πιω κι εγώ, γιατί βλέπεις ξεροσφύρι το πίνω. Πιάτα, πιρούνια, έχει εδώ. Εσύ, Σταύρο, στρώσε και το τραπέζι.

Δεν ήξερε πώς να χαρεί. Ηπιαµε που το φχαριστηθήκαµε. Υστερα ο Γάκης βαρέθηκε να ξαναβλέπει τις ίδιες εικόνες. Ηθελε να βάλει κλαρίνα αλλά δεν ήξερε πώς παίρνει µπρος το µαγνητόφωνο. Τα καταφέραµε, βρήκαµε και κασέτες. Κάποια στιγµή είπαµε να κατεβάσουµε τη φωνή για να µην προκαλέσουµε τους γείτονες που πενθούσαν.

– Καηµένε µπαρµπα-Νίκο, λέει ο Γάκης πάνω στην ευθυµία του, λάθος µέρα διάλεξες να πεθάνεις! Σηµαδιακή. Ποιος θα θυµηθεί να σε θρηνήσει!

Με το θέµα των φωτογραφιών δεν ασχολήθηκε κανείς. Σε λίγες µέρες επαληθεύτηκε η προφητεία του Σταύρου, κανένα βιβλίο από τα άπαντα του Εµβέρ Χότζα δεν υπήρχε πια στη λέσχη.

Οι συγχωριανοί δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν τον Φάνη και τον Σταύρο για την περιπέτειά τους µε την Αστυνοµία των Τιράνων. Τους ήθελαν να ήταν οι εκπρόσωποί τους στα Τίρανα.

Κανείς δεν τους πίστεψε ότι δεν ήταν εκεί ανάµεσα στα πλήθη. Οι δικαιολογίες τους και το άλλοθί τους έπεσαν στο κενό.

£ Υστερα από ένα αλησµόνητο λεπτό, ο τεράστιος ανδριάντας κουνήθηκε, ξεκόλλησε και ύστερα από δύο επάλληλες κινήσεις έπεσε µε κουρνιαχτό, προκαλώντας έξαλλα, παράφρονα ουρλιαχτά και µια πανικόβλητη χαρά

Το όχηµα έσερνε τον κούφιο ανδριάντα σαν αναποδογυρισµένη βάρκα καθ’ όλη τη µεγάλη λεωφόρο που µαύριζε από κοσµοσυρροή. Τον πέταξαν στο ποτάµι της Λιάνας που διασχίζει τα Τίρανα.

Πετροβολούσαν, ούρλιαζαν…

Ο Τηλέµαχος Κώτσιας είναι συγγραφέας και τα γνωστότερα βιβλία του είναι το «Εφτά παράθυρα», το «Τρεις γενιές Αµερικάνοι» και το επίκαιρο ιστορικό µυθιστόρηµα «Στην άλλη όχθη». ΑΥΡΙΟ: Ο Γιώργος Παπανδρέου στο Καστελλόριζο