Οτι η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σε βαθιά κρίση είναι φως φανάρι. Φταίει άραγε μονάχα η καταστροφική της διακυβέρνηση; Ο αρχηγός της που αποδείχθηκε περίτρανα ακατάλληλος για πρωθυπουργός (μολονότι όσο κυβερνούσε αντιμετωπιζόταν όχι μόνον από την κοινή γνώμη αλλά και από τη μεγάλη πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης ως σπουδαίος ηγέτης); Φταίει η προηγούμενη ηγετική ομάδα που αποδείχθηκε ανίκανη, σπάταλη και φαύλη; Νομίζω ότι πολλοί στη Νέα Δημοκρατία πιστεύουν ότι όλα τα παραπάνω είναι τα αίτια της εκλογικής συντριβής και θεωρούν ότι η αλλαγή της ηγεσίας και κάποια απόσταση από τα κατορθώματα της πρόσφατης διακυβέρνησης είναι το αντίδοτο για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Το ουσιαστικό, όμως, ερώτημα είναι σε ποια πολιτική οφείλεται αυτή η καταστροφική διακυβέρνηση, γιατί η ηγεσία της συνολικά αποδείχθηκε τόσο ανίκανη και φαύλη; Πώς ένα συντηρητικό κόμμα έφτασε σε αυτό το απίστευτο δημοσιονομικό ξεχαρβάλωμα χωρίς να υπάρξει ούτε μία φωνή στους κόλπους του που να φέρει αντιρρήσεις. Υποτίθεται ότι τα συντηρητικά κόμματα είναι αυτά που «νοικοκυρεύουν» και τα σοσιαλιστικά είναι αυτά που «σπαταλούν» και η εναλλαγή στην εξουσία εξισορροπεί τις ανάγκες ανάπτυξης με αυτές του κοινωνικού κράτους.

Αλλά τα παραδοσιακά σχήματα δεν ισχύουν για τη Νέα Δημοκρατία. Πρόκειται για ένα ανάδελφο συντηρητικό κόμμα που όμοιό του δεν υπάρχει στην Ευρώπη. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να πλειοδοτεί σε παροχές, οι βουλευτές του να πηγαίνουν στα μπλόκα και να ανεβαίνουν στα τρακτέρ, οι συνδικαλιστές του, συχνά μαζί με αυτούς του ΚΚΕ, να αποκλείουν δρόμους και να βγάζουν πύρινους λόγους για τα δίκαια αιτήματα των απεργών. Οι εκπρόσωποί του στην τηλεόραση εξυμνούν το κοινωνικό κράτος και εξαπολύουν μύδρους κατά του επάρατου φιλελευθερισμού. Αν δεν ξέρει κανείς τα πρόσωπα, μερικές φορές δεν καταλαβαίνει αν αυτός που μιλάει είναι ο κόκκινος εκπρόσωπος της Ν.Δ. ή ο αυθεντικός του ΚΚΕ.

Υπ΄ αυτήν την έννοια η καταψήφιση των μέτρων που επιβλήθηκαν για να εξασφαλισθεί η συνέχεια του οικονομικού συστήματος στη χώρα μας μπορεί να είναι ακατανόητη για οποιονδήποτε συντηρητικό Ευρωπαίο αλλά για πολλούς οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας δεν αποτελεί καμιά ιδιαίτερη ρήξη με την ιδεολογία τους. Απλώς επιβεβαιώνει ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι αποφασισμένο να εξακολουθήσει με σθένος την αντιφιλελεύθερη πολιτική, την οποία έχει εδώ και καιρό υιοθετήσει και να συνεχίσει απτόητο τα ιδεολογήματα περί λαϊκής ή κοινωνική Δεξιάς.

Το πρόβλημα με αυτή την πολιτική είναι ο μεγάλος ανταγωνισμός που υπάρχει. Το ΚΚΕ, ο ΣΥΝ αλλά και ένα μέρος του ΠΑΣΟΚ είναι συντονισμένοι στην ίδια αντιφιλελεύθερη και λαϊκηστική συχνότητα και, επομένως, υπάρχει αδήριτη ανάγκη κάποιας διαφοροποίησης. Ο πειρασμός είναι να αναζητηθεί αυτή σε τίποτε εθνικοπατριωτικά ιδεολογήματα, οπότε όχι μόνον θα δυσκολέψει η όποια προσπάθεια εξόδου από την κρίση αλλά θα κινδυνέψουμε να βυθιστούμε και πολιτισμικά.

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνει μεγάλο λάθος να επενδύει στην κατάρρευση της χώρας και να προσδοκά πολιτικά οφέλη από τη σώρευση των προβλημάτων. Αντίθετα είναι πιο ρεαλιστικό να ελπίζει στην εναλλαγή της εξουσίας, επενδύοντας στην ανόρθωση και επιστρέφοντας στα βασικά, στον παραδοσιακό ρόλο του συντηρητικού κόμματος δηλαδή, που υπόσχεται ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα. Δυστυχώς, αυτή η επιλογή μοιάζει με βουνό για τη Νέα Δημοκρατία.

Αν δεν ξέρει κανείς τα πρόσωπα, μερικές φορές δεν καταλαβαίνει αν αυτός που μιλάει είναι ο κόκκινος εκπρόσωπος της Ν.Δ. ή ο αυθεντικός του ΚΚΕ

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών