«Προσπαθούμε να κρατήσουμε ισορροπία μεταξύ της ελληνικής και της γερμανικής ταυτότητας του παιδιού μας, με σεβασμό και για τις δύο πλευρές», τονίζει η χημικός μηχανικός Μαρία Μάχλη, που είναι παντρεμένη με τον γερμανό εκπαιδευτικό Μαξ Σουλτζ και ζουν μόνιμα στη Ρόδο.


«Με τον σύζυγό μου γνωριστήκαμε πριν από 14 χρόνια και είμαστε 6 χρόνια παντρεμένοι. Αρχικά ζούσαμε στη Θεσσαλονίκη, μετά βρεθήκαμε στη Γερμανία, αλλά τελικά καταλήξαμε στην πανέμορφη ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Ρόδο», λέει η κ. Μάχλη και προσθέτει: «Ο γιος μας ο Μάνος γεννήθηκε το 2006 στη Γερμανία και έχει το όνομα του πατέρα μου». Από τότε που γεννήθηκε ο Μάνος, ο πατέρας τού μιλάει μόνο γερμανικά και η μητέρα μόνο ελληνικά. «Δεν έγινε με πίεση προς το παιδί, απλώς από την πρώτη στιγμή θεωρήθηκε απολύτως φυσιολογικό. Εχουμε συχνές επαφές με την οικογένεια στη Γερμανία και επειδή η Ρόδος είναι πολυπολιτισμικό νησί, δίνεται η δυνατότητα στον Μάνο να πάει του χρόνου εκτός από το ελληνικό νηπιαγωγείο και στο γερμανικό, έστω για κάποιες ώρες την εβδομάδα. Περιμένοντας το καινούργιο μέλος στην οικογένειά μας, ήδη έχουμε αρχίσει τη συζήτηση με τον Μάνο ότι στο σπίτι με το αδελφάκι του πρέπει να μιλάνε μεταξύ τους γερμανικά».

«Δυστυχώς, είναι μεγάλο λάθος να μη μιλούν οι γονείς τη μητρική τους γλώσσα στα παιδιά», υποστηρίζει η ψυχολόγος και ακουστικοψυχοφωνολόγος Θεώνη Μαχά- Ευαγγελοπούλου. «Τα δίγλωσσα παιδιά μπορούν να έχουν το προνόμιο της εύκολης εκμάθησης δύο γλωσσών αν οι γονείς τούς μιλούν στη μητρική τους γλώσσα. Αν μιλούν σπαστά μια άλλη γλώσσα πιο πολύ κακό, παρά καλό κάνουν. Αν ο κάθε γονιός επικοινωνεί συστηματικά με το παιδί στη μητρική του γλώσσα, τότε το παιδί έχει πολύ γρήγορα ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Τα παιδιά έχουν πιο “πλούσιο” αυτί. Περισσότερα ακουστικά διαφράγματα. Μιλάμε αναπαράγοντας αυτά που ακούμε. Η γλωσσομάθεια δεν είναι παρά το χάρισμα της ακοής. Η ικανότητα κάποιου ανθρώπου να μάθει μια ξένη γλώσσα στηρίζεται στην ικανότητά του να μπορεί να την ακούσει σωστά, να παρατηρεί όλες τις λεπτομέρειες της γλώσσας, τις αποχρώσεις της, τον ρυθμό και να μπαίνει στην ψυχολογία της. Γι΄ αυτό είναι σημαντικό οι γονείς, ακόμα και αν επιλέξουν μεταξύ τους μία γλώσσα επικοινωνίας, να μιλούν στα παιδιά τους με τη μητρική τους που τη γνωρίζουν καλύτερα».

«Η γυναίκα μου προσπάθησε να μάθει ελληνικά, αλλά δεν τα κατάφερε», λέει ο Κώστας Γκελαμέρης που ζει μόνιμα στην Ιταλία και έχει δύο παιδιά 20 και 16 ετών, τα οποία γνωρίζουν ελάχιστα ελληνικά. «Μείναμε μόνο δύο χρόνια στην Ελλάδα και ο μεγάλος μας γιος ο Αντώνης μιλάει λίγα ελληνικά. Ο μικρός Αλέξανδρος καταλαβαίνει αρκετά, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει. Μιλούσαμε μόνο ιταλικά στο σπίτι και με 15 ημέρες το καλοκαίρι στην Ελλάδα τα παιδιά δεν μπορούν να εξοικειωθούν με τη γλώσσα».

Οπως έχει παρατηρηθεί, τα παιδιά που μεγαλώνουν ακούγοντας δύο διαφορετικές γλώσσες τις μαθαίνουν και τις δύο ταυτόχρονα στον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο τα υπόλοιπα μαθαίνουν μόνο μία. Οπως αναφέρουν ιταλοί ερευνητές στο περιοδικό «Science», φαίνεται πως όταν ένα μωρό μεγαλώνει ακούγοντας δύο γλώσσες ο εγκέφαλός του γίνεται πιο ευέλικτος. Ωστόσο, ενώ η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας είναι πιο εύκολη μέχρι την ηλικία των 7 ετών, η ικανότητα αυτή μειώνεται αξιοσημείωτα μετά την εφηβεία. Προσπαθώντας να βελτιώσουν τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι ενήλικοι για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα πρόγραμμα υπολογιστή όπου άτομα να αρθρώνουν ήχους με τον αργό και καθαρό τρόπο που χρησιμοποιούν οι γονείς με τα μωρά. Η δοκιμή του προγράμματος για την εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας σε ιάπωνες φοιτητές έδειξε ότι με τη μέθοδο αυτή οι φοιτητές όχι μόνο μπορούσαν να διακρίνουν καλύτερα τους ήχους, αλλά είχαν και καλύτερη προφορά.

Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι ερευνητές, το καλύτερο είναι οι γονείς να προσφέρουν στα παιδιά τους την ευκαιρία να μάθουν μια δεύτερη γλώσσα όσο είναι μωρά, όταν «ρουφάνε τα πάντα σαν σφουγγάρια». «Εμείς μιλούσαμε μεταξύ μας αγγλικά χωρίς να είναι κανενός μας η μητρική του γλώσσα», λέει η Λόρνα ΤακλιμπόνΚωνσταντινίδη, που ήλθε στην Ελλάδα από τις Φιλιππίνες το 1989, είναι 20 χρόνια παντρεμένη με Ελληνα και έχουν μια κόρη, τη 17χρονη Ιωάννα. «Στην κόρη μου δεν μίλησα ποτέ τη μητρική μου γλώσσα. Στην αρχή μιλούσα μαζί της αγγλικά και στη συνέχεια ελληνικά. Πηγαίνοντας σε ελληνικό σχολείο δεν αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα με τη γλώσσα, μόνο που δεν μπορεί ούτε να καταλάβει ούτε να μιλήσει τη δική μου».

Τρίγλωσσα παιδιά

«Ορισμένες φορές η γλώσσα του περιβάλλοντος διαφέρει από τη γλώσσα των γονιών ενός παιδιού», επισημαίνει η καθηγήτρια Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χρύσα Μπακούλα. «Μπορεί να έχουν διαφορετικές μητρικές γλώσσες οι γονείς και άλλη να είναι η γλώσσα στη χώρα όπου διαμένουν. Τότε μιλάμε για τρίγλωσσα παιδιά. Σε αυτά πρέπει η εκμάθηση της γλώσσας να γίνεται κυρίως προφορικά από μικρή ηλικία, ώστε όταν πάει το παιδί στο σχολείο να έχουν κατασταλάξει οι πληροφορίες αβίαστα μέσα του και να έχουν ωριμάσει τα γλωσσικά ιδιώματα για να μην μπερδεύεται».

ΚΑΛΗ… ΑΚΟΗ

«Τα παιδιά έχουν πιο “πλούσιο” αυτί. Η γλωσσομάθεια δεν είναι παρά το χάρισμα της ακοής», λένε οι ειδικοί

Συχνά τα γραμματικά λάθη


ΣΥΧΝΑ οι δίγλωσσοι μαθητές κάνουν συντακτικά ή γραμματικά λάθη. Ο δάσκαλος που παρατηρεί ότι ένας συγκεκριμένος μαθητής κάνει του ίδιου τύπου λάθη (π.χ. στα άρθρα και τα γένη) θα πρέπει να αναρωτηθεί πώς είναι τα άρθρα και πόσα είναι τα γένη στην πρώτη γλώσσα του μαθητή αυτού. Πολλές γλώσσες, ευρωπαϊκές και μη, δεν έχουν τρία γένη αλλά δύο. Αλλες γλώσσες έχουν μόνο ένα άρθρο για όλα τα γένη. Σ΄ αυτήν την περίπτωση δεν βοηθά η διόρθωση των λαθών με κόκκινο μολύβι, αλλά η σύγκριση ανάμεσα στις γλώσσες. Αυτό βοηθά όχι μόνο τον δίγλωσσο μαθητή στην κατάκτηση της γλώσσας στόχου, αλλά και τον μονόγλωσσο στην κατανόηση της γλώσσας του.

Για παράδειγμα οι έλληνες μαθητές νιώθουν μεγάλη έκπληξη όταν πληροφορούνται ότι η «εξωτική» γι΄ αυτούς αραβική έχει αλφάβητο, πως στην οικεία σε αυτούς αγγλική δεν υπάρχουν γένη και ότι στη γερμανική υπάρχουν τρία γένη και αντίστοιχα τρία άρθρα όπως στην ελληνική, και πως χρησιμοποιούνται η δοτική πτώση και το απαρέμφατο του ρήματος όπως στα αρχαία ελληνικά.

Η «υπερφόρτωση» πληροφοριών μπορεί να προκαλέσει τραυλισμό


ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ που είναι δίγλωσσα πριν από τη συμπλήρωση του πέμπτου έτους ζωής είναι πιθανόν να τραυλίζουν και να δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τα γλωσσικά εμπόδια, συγκριτικά με συνομήλικά τους που μιλούν μόνο μία γλώσσα, σύμφωνα με έρευνα βρετανών επιστημόνων.

Οπως αναφέρεται στο επιστημονικό έντυπο Αrchives of Disease in Childhood (Αρχεία από Ασθένειες της Παιδικής Ηλικίας), ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου με επικεφαλής τον δρα Πίτερ Χόγουελ μελέτησαν 317 παιδιά που ζούσαν κοντά στο Λονδίνο και είχαν απευθυνθεί οι γονείς τους σε λογοθεραπευτή για τραυλισμό όταν ήταν μεταξύ οκτώ και δέκα ετών. Σχεδόν το 22% των παιδιών ήταν δίγλωσσα: μιλούσαν αγγλικά και δεύτερη γλώσσα στο σπίτι.

«Σε κάθε περίπτωση τα δίγλωσσα παιδιά έχουν τελικώς όφελος», σημειώνει η κ. Μπακούλα. «Ο τραυλισμός είναι αποτέλεσμα μίας ταχείας φάσεως. Το παιδί ακούει πολλά, στοιβάζει πολλά και δυσκολεύεται να τα αφομοιώσει ώστε να εκφέρει σωστά τον λόγο. Μπορεί να παρατηρήσουμε ακόμα και μία καθυστέρηση στην εκφορά του λόγου στα δίγλωσσα ή τρίγλωσσα παιδιά, αλλά στο μέλλον τα παιδιά αυτά είναι προνομιούχα. Αυτό που πρέπει όμως να τονιστεί είναι ότι μέχρι την τρίτη δημοτικού δεν πρέπει τα παιδιά να μαθαίνουν μία ξένη γλώσσα με κανόνες ως ενήλικοι. Η διδασκαλία μπορεί να είναι μόνο προφορική. Διαφορετικά τα παιδιά μπερδεύονται. Μόνο μετά την τρίτη δημοτικού τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν τους κανόνες και να εμπεδώσουν γλωσσικά ιδιώματα με αυτόν τον τρόπο».