Προτού πάει για ύπνο δεν κλειδώνει απλώς την πόρτα! Παίρνει και τα κλειδιά μαζί της και τα βάζει κάτω από το μαξιλάρι της. Είναι ο μόνος τρόπος για να σιγουρευτεί η Βάσια Παναγοπούλου ότι το πρωί που θα ξυπνήσει θα βρει στο σπίτι την 88χρονη μητέρα της και δεν θα την ψάχνει στους δρόμους του Καματερού.


Δεν έχει χαθεί μία και δύο φορές η κ. Δήμητρα. Τα τελευταία δέκα χρόνια, κάθε φορά που ξεκινούσε για κάπου, βρισκόταν κάπου… αλλού και την έψαχναν. Στην αρχή, όταν εμφάνισε τη νόσο Αλτσχάιμερ, χάθηκε αρκετές φορές στην Καλαμάτα, όπου ζούσε με τον σύζυγό της: «Εδώ και έξι χρόνια, μετά τον θάνατο του πατέρα μου, την πήρα κοντά μου στην Αθήνα. Ήξερα ότι είναι δύσκολη η φροντίδα ενός ηλικιωμένου με Αλτσχάιμερ, αλλά δεν φανταζόμουν πόσο! Είναι φορές που η όλη διαδικασία ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια. Δεν έχεις προσωπική ζωή, ούτε καν προσωπικό χρόνο. Δεν έχεις άλλες επιλογές- χρειάζεται απόλυτη αφοσίωση».

Δεν μπορεί να εμπιστευθεί τη μητέρα της να μείνει για λίγο μόνη στο σπίτι με ξεκλείδωτη την εξώπορτα ή με αναμμένη την ηλεκτρική κουζίνα: «Αν χρειαστεί να πεταχτώ μέχρι το φαρμακείο ή το σούπερ μάρκετ, κατεβάζω τον διακόπτη της κουζίνας και την κλειδώνω για λίγο μέσα. Το αστείο είναι που με ρωτάει: «Μα καλά, γιατί κλειδώνεις; Φοβάσαι ότι θα φύγω;» Φυσικά δεν θυμάται πόσες φορές άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και χάθηκε. Δεν είχε ούτε έχει συναίσθηση ότι είναι άρρωστη και πως εξαρτάται αποκλειστικά απο μένα».

Ο ηλικιωμένος που πάσχει από Αλτσχάιμερ δεν μπορεί να σταθεί ή να συντηρηθεί μόνος του. Δεν θυμάται να πάρει τα χάπια του, ούτε αν κοιμήθηκε ή αν έφαγε: «Μπορεί να μείνει νηστική όλη μέρα ή να τρώει συνέχεια γιατί δεν θυμάται ότι έφαγε. Ξέρει ότι είμαι κόρη της, αλλά νομίζει ότι είμαι 20 – 25 χρονών, δεν θυμάται τον γάμο ή τον χωρισμό μου και μου δίνει τις συμβουλές που μου έδινε όταν ήμουν έφηβη!».

Από τη νόσο Αλτσχάιμερ δεν υποφέρει μόνο το άτομο που νοσεί αλλά και ολόκληρη η οικογένεια που το φροντίζει! «Οι πάσχοντες χρειάζονται διαρκή εποπτεία από ανθρώπους που τους αγαπούν και τους σέβονται» εξηγεί η κ. Βάσια Παναγοπούλου. Και επειδή αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι με Αλτσχάιμερ καταλήγουν σε οίκους ευγηρίας ή άσυλα. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά κρατική μέριμνα. Κάτι ενδιάμεσο, ένας κατάλληλος χώρος που θα μπορούσε να προσφέρει λίγες ημέρες φιλοξενίας στον άρρωστο για να μπορούν να πάρουν μια ανάσα τα παιδιά του. Έτσι, όλο τον χρόνο είσαι εξουθενωμένος και είναι στιγμές που καταρρέεις».

ΔΥΣΚΟΛΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ

«Ήξερα ότι είναι δύσκολη η φροντίδα ηλικιωμένου με Αλτσχάιμερ αλλά δεν φανταζόμουν πόσο! Χρειάζεται διαρκή επιτήρηση και αφοσίωση»

«Είναι πιο ανήμπορη και από μικρό παιδί»


«ΑΥΤΗ Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ είναι ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό. Είναι τρομερό να βλέπεις τον άνθρωπό σου μέρα με τη μέρα να χάνεται! Το παλεύεις μέχρι τελικής πτώσεως, αλλά χωρίς ελπίδα…». Εδώ και πέντε χρόνια, στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Ιουλιανού, παίζεται ένα ακόμη οικογενειακό δράμα. Ο 69χρονος Θεόδωρος Μπάζηςσυνταξιούχος του υπουργείου Υγείας- και οι δύο γιοι του παρακολουθούν την 74χρονη κ. Ισμήνη, σύζυγο και μητέρα, κάθε στιγμή να χειροτερεύει χωρίς να μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα.

Όλα άρχισαν ένα πρωινό όταν το ζευγάρι πήγε για μια δουλειά στην Εφορία.«Όταν η υπάλληλος ζήτησε από τη γυναίκα μου να υπογράψει, εκείνη δεν ήξερε να βάλει την υπογραφή της! Το σοκ ήταν τεράστιο για μένα. Είχαν προηγηθεί κάποια άλλα σημάδια στα οποία δεν είχα δώσει σημασία. Μπέρδευε τα γεγονότα, τα ονόματα, σηκωνόταν να πάει στην τουαλέτα και πήγαινε αντίθετα… ». «Δεν θα την αφήσω λεπτό»

Η εξέλιξη της νόσου στην περίπτωση της κ. Ισμήνης ήταν πολύ γρήγορη. «Μέχρι και πριν από λίγους μήνες, που μπορούσε να περπατάει, την έβγαζα κάθε μέρα έξω και προσπαθούσα να ΄΄ξυπνήσω» το μυαλό της. Τους τελευταίους μήνες όμως κατάπεσε, είναι συνέχεια στο κρεβάτι, δεν αναγνωρίζει κανέναν και τίποτα, ούτε μιλάει. Η κατάσταση είναι τραγικά δύσκολη, θέλει κάθε λεπτό φροντίδα. Μου λένε οι γείτονες να την πάω σε ίδρυμα και αγανακτώ ακόμη και που το ακούω. Δεν θα το άντεχα, ούτε εγώ, ούτε τα παλικάρια μου. Είμαστε 44 χρόνια μαζί και ήταν χρόνια αγάπης και φροντίδας ο ένας για τον άλλο. Τώρα που με χρειάζεται και μέχρι να πέσω και εγώ δεν θα την αφήσω ούτε λεπτό. Το κακό είναι ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα. Της μιλάω, της χαϊδεύω τα μαλλιά και δεν ανταποκρίνεται… Είναι πιο ανήμπορη και από μικρό παιδί».

Κανένας δεν μπορεί να προσφέρει στην κ. Ισμήνη αυτά που της προσφέρουν ο σύντροφος της ζωής της και τα παιδιά της. Ο μικρότερος γιος ζει μαζί τους και αναλαμβάνει τη φροντίδα της όταν επιστρέφει από τη δουλειά του. «Και ο μεγαλύτερος έρχεται καθημερινά και κάνει ό,τι μπορεί. Αν δεν είχα τη στήριξη και τη βοήθεια των παιδιών μου θα είχα τρελαθεί ή θα είχα πέσει σε κατάθλιψη. Δίνουμε δύναμη ο ένας στον άλλο. Τα παιδιά με παροτρύνουν να βγω μια μεγάλη βόλτα, να πάρω αέρα, να αλλάξω παραστάσεις. Μετά θα γυρίσω πάλι στα ίδια. Εγώ της μαγειρεύω, την ταΐζω στο στόμα, φροντίζω για κάθε ανάγκη της. Και αυτό μπορείς να το αντέξεις μόνο από αγάπη! Με πληγώνει αυτό που συμβαίνει- αλλιώς είχα φανταστεί τα γηρατειά μας! Αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ παρά να δεχθώ την κατάσταση…».