Οι πόνοι εμφανίστηκαν ξαφνικά και ήταν τόσο δυνατοί που γονάτιζαν τον 73χρονο Γρηγόρη Πραντίκα. Πονούσε, όπως λέει, παντού, «σε όλα τα κόκαλα και τις αρθρώσεις και τόσο πολύ που ήταν αβάστακτο, και σερνόμουν στα τέσσερα…».


Με πόνους αφόρητους, «στις αρθρώσεις, στους μυς, στο πρόσωπο, παντού, σε κάθε κίνηση αλλά και σε ακινησία» ζούσε για χρόνια η 40χρονη Ντίνα Δουβή που δεν είχε χάσει απλά το χαμόγελό της αλλά και την ίδια τη διάθεση για ζωή. Η Ντίνα Δουβή και ο Γρηγόρης Πραντίκας απευθύνθηκαν την ίδια περίπου περίοδο στο Κέντρο Πόνου και Παρηγορητικής Φροντίδας του Αρεταίειου Νοσοκομείου και εδώ και δύο χρόνια, όπως λένε, «όλα άλλαξαν, δεν πονάμε πια και η ζωή μας απόκτησε ξανά νόημα». «Ήμουν χαμένος»

Πέρασε μια ολόκληρη ζωή στα καράβια και ήταν πάντα γερός ο Γ. Πραντίκας, συνταξιούχος πια του ΝΑΤ. Οι πόνοι ήρθαν στη ζωή του από τη μια μέρα στην άλλη, «και ήταν πόνοι φοβεροί, στον σβέρκο, στη σπονδυλική στήλη, στα χέρια, στα πόδια, στο κεφάλι. Απίστευτο πόσο μπορεί να πονέσει ένας άνθρωπος. Ούτε να κοιμηθώ μπορούσα, ούτε να σταθώ, ούτε να κινηθώ ή να περπατήσω. Ήμουνα ένα χαμένο πράγμα…».

Οι εξετάσεις έδειξαν ότι είχε κερδίσει «λαχείο»: «Ο ουρολόγος με ενημέρωσε ότι έπασχα από καρκίνο, το πρόβλημά μου δεν έπαιρνε χειρουργείο και έπρεπε να απευθυνθώ σε ογκολόγο. Η καλή στιγμή στην κακή μου τύχη ήταν ότι οι πόνοι με οδήγησαν πρώτα στο Ιατρείο Πόνου του Αρεταίειου, όπου σε συνεργασία και με ογκολόγους αντιμετωπίστηκε και το πρόβλημα και οι πόνοι μου. Πιστέψτε με, πήγα με τα τέσσερα και σε ελάχιστο χρόνο περπατούσα, έβγαινα έξω από το σπίτι και έκανα όλες τις δουλειές μου. Η υγεία μου βελτιώθηκε τόσο πολύ που αισθάνομαι ότι ήμουν πεθαμένος και αναστήθηκα…».

«Η ποιότητα στη ζωή των βαρέος πασχόντων συνανθρώπων μας και η αξιοπρέπεια στον θάνατο είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και ελάχιστη υποχρέωση της κοινωνίας», επισημαίνει στα «ΝΕΑ» η κ. Ιωάννα Σιαφάκα, αν. καθηγήτρια Αναισθησιολογίας και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Παρηγορητικής και Συμπτωματικής Φροντίδας Καρκινοπαθών και μη Ασθενών (ΠΑΡΗ.ΣΥ.Α.)

35 ΕΙΔΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

βοηθούν όσους πάσχουν από ανίατες, συνήθως, ασθένειες να ανακουφιστούν από τα συμπτώματα

«Πονούσα ακόμη κι όταν με αγκάλιαζαν τα παιδιά μου»


«ΠΟΙΟΣ είναι ο καλύτερος πόνος;» ρώτησε η υπεύθυνη του Ιατρείου Πόνου την Ντίνα Δουβή, καθηγήτρια Ισπανικών και μεταφράστρια, την ώρα που της έπαιρνε το ιστορικό της.

«Της γέννας» απάντησε εκείνη. «Γιατί, γεννάς ένα παιδί, δεν είναι άχρηστος πόνος, ε, και δεν κρατάει για πάντα». Και τότε πήρε την απάντηση που ποτέ δεν θα ξεχάσει: «Ο ξένος, κορίτσι μου, ο ξένος πόνος είναι ο καλύτερος!».

Από τα 28 της χρόνια η Ντίνα Δουβή ζούσε μέσα στον πόνο.

Οι πρώτες ενοχλήσεις ήρθαν αφού γέννησε τη δεύτερη κόρη της. Αρχικά τις απέδωσε στην αϋπνία. Δέκατα, πόνοι στις αρθρώσεις, πρωινή δυσκαμψία, κακουχία γενική. Εξετάσεις, κόντρα εξετάσεις, τίποτα…».

«Περνούσαν τα χρόνια, τα συμπτώματα χειροτέρευαν, ο πόνος αυξανόταν σταδιακά, ώσπου ένας γιατρός από τους πολλούς που είχα επισκεφτεί, ο Δημήτρης Βασιλόπουλος, διέγνωσε ότι πάσχω από συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και ινομυαλγία. Άρχισα να ενημερώνομαι για την ασθένειά μου, για τα συμπτώματα, τις αγωγές, τις επιπλοκές και τις επιπτώσεις στην καθημερινή μου ζωή. Το πιο δύσκολο ήταν και εξακολουθεί να είναι η αποφυγή του ηλίου, γιατί η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα και προκαλεί εξάρσεις της νόσου με πολύ συγκεκριμένα συμπτώματα, όπως εξάνθημα στο πρόσωπο, τρομερή κόπωση, δέκατα ή και πυρετό.

Έμαθα λοιπόν ότι έπρεπε να φοράω καπέλα πλατύγυρα, μακρυμάνικες μπλούζες, παντελόνια και να αποφεύγω τον ήλιο.

Το έκανα μόδα, φορούσα καφτάνια και έξαλλα καπέλα, για να το διασκεδάσω το θέμα.

Έτσι, έμαθα και μάθαμε όλοι στην οικογένεια ότι τα πράγματα δεν θα ήταν όπως παλιά.

Στοίχισε σε όλους, αλλά προσαρμοστήκαμε τελικά».

«Ούτε να ξαπλώσω»

«Έφτασα σε σημείο που δεν άντεχα να είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γιατί πονούσα. Δεν άντεχα να με σφίγγουν στην αγκαλιά τους οι κόρες μου και ο σύζυγός μου, γιατί πονούσα.

Δεν άντεχα μία χειραψία, γιατί σχεδόν φώναζα από τον πόνο.

Δεν άντεχα να πληκτρολογώ τα κείμενα που έπρεπε να παραδίδω σαν μεταφράστρια που ήμουν, γιατί πονούσαν φρικτά οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου.

Έτσι αναγκάστηκα να παρατήσω τη δουλειά μου. Ούτε να κοιμηθώ μπορούσα, γιατί πονούσα και όταν ήμουν ξαπλωμένη. Ήταν φρικτές εκείνες οι λευκές νύχτες που πέρασα όρθια, με συντροφιά τον πόνο.

Την ημέρα δεν μπορούσα να αναπληρώσω τον ύπνο, ήμουν συνεχώς κουρασμένη και πονεμένη. Και ήρθε η στιγμή που δεν μπορούσα να εργαστώ, να οδηγήσω, να μαγειρέψω, να ασχοληθώ με την οικογένειά μου, με το νοικοκυριό μου, να επιβλέψω το διάβασμα των παιδιών, να δεχτώ φίλους στο σπίτι. Ένιωθα ότι δεν ήμουν καλή σύζυγος, καλή μάνα, καλή φίλη».

Και συνεχίζει η κ. Ντίνα Δουβή: «Οι άνθρωποι που πάσχουμε από λύκο και ινομυαλγία, ένα σύνδρομο γενικευμένου πόνου, έχουμε ανάγκη από καλούς φίλους. Που δεν θα μας παρεξηγήσουν αν τελευταία στιγμή αναβάλουμε ένα ραντεβού, γιατί πονάμε, γιατί δεν έχουμε κοιμηθεί καλά, γιατί έχουμε τα χάλια μας… Πόσες φορές ανέβαλα ραντεβού, πόσες φορές δεν πήγα σε συγκεντρώσεις. Αλλά έρχονταν οι φίλοι και μου έκαναν συντροφιά, όταν ήμουν κλινήρης. Αναπτύξαμε ένα μαύρο χιούμορ, που ήταν λυτρωτικό για μας.

Νοσηλεύτηκα πέρσι για 25 μέρες στο νοσοκομείο έπειτα από σοβαρή επιπλοκή της νόσου. Όταν βγήκα, ήμουν ένα ράκος. Έτρεμα ολόκληρη, σαν να είχα Πάρκινσον, είχα απώλεια μνήμης, δυσκολία στην ομιλία. Βάδιζα με μπαστούνι, μου έπεφταν όσα αντικείμενα έπιανα με τα χέρια μου, πονούσα, πονούσα, πονούσα και όλο νύσταζα και νύσταζα και, επιτέλους, κοιμόμουν. Ώρες ατελείωτες βυθιζόμουν σε έναν ύπνο βαθύ και θεραπευτικό. Για μήνες ολόκληρους. Ήμουν μονίμως κουρασμένη και πονούσα συνέχεια. Ώσπου η αγωγή του Ιατρείου Πόνου στο Αρεταίειο άρχισε να αποδίδει. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι εκεί σεβάστηκαν τον πόνο μου ήταν ό,τι σημαντικότερο μού συνέβη σε όλη αυτήν την περιπέτεια».