Έντονα φαινόμενα λειψυδρίας, καταστροφικών πλημμυρών και δασικών πυρκαγιών πλήττουν τα τελευταία χρόνια τη χώρα μας. Η αύξηση της θερμοκρασίας προκαλεί τη συχνή επανεμφάνιση ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων, κάνοντας πλέον αισθητή παντού την παρουσία της κλιματικής αλλαγής. Τούτων δοθέντων, θα ανέμενε κανείς ότι η δημόσια συζήτηση θα επικεντρωνόταν στην ουσία του ζητήματος, που είναι η απόκτηση και εφαρμογή περιβαλλοντικής πολιτικής στην κατεύθυνση των αρχών της αειφορίας. Αντ΄ αυτού, η συζήτηση εξαντλείται σε δευτερεύοντα και διοικητικής φύσεως ζητήματα, όπως στο αναγκαίο, πλην όμως όχι και από μόνο του ικανό, αίτημα της ίδρυσης αυτόνομου υπουργείου Περιβάλλοντος. Ασφαλώς και το γεγονός ότι παραμένουμε η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα χωρίς ανεξάρτητο υπουργείο δεν στερείται σημασίας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει γιατί ένα υπουργείο θα μπορούσε από μόνο του να ανατρέψει τη σημερινή κατάσταση, αλλά γιατί η απουσία του αντανακλά το μεγάλο έλλειμμα πολιτικής για το περιβάλλον.

Ας κάνουμε λοιπόν μια υπόθεση εργασίας. Έστω ότι η σημερινή ή όποια άλλη κυβέρνηση προχωρήσει πράγματι στην ίδρυση ανεξάρτητου υπουργείου κι ας εξετάσουμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν, στο πλαίσιο μιας τέτοιας μόνον εξέλιξης, να επιλυθούν τα βασικά περιβαλλοντικά προβλήματα.

Το πρώτο ερώτημα που θα τεθεί την επομένη της ορκωμοσίας του νέου υπουργού είναι αυτό της εξεύρεσης οικονομικών πόρων. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η κύρια αντίρρηση που προβάλλουν οι υποστηρικτές της σημερινής, εχθρικής προς το περιβάλλον, αναπτυξιακής πολιτικής αφορά στο μείζον ερώτημα της χρηματοδότησης των μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται για την προστασία και διατήρηση των περιβαλλοντικών συστημάτων και για την πρόληψη και την αποτροπή των φυσικών καταστροφών. Η παρατήρηση αποκτά ιδιαίτερη αξία στη σημερινή εποχή, όπου ο ισχυρός έξωθεν ανταγωνισμός στον οποίο εξωθεί η παγκοσμιοποίηση υποχρεώνει τις εθνικές κυβερνήσεις να επιδιώκουν επενδύσεις άμεσης ανταποδοτικότητας. Γεγονός που προκαλεί σοβαρό σκεπτικισμό, εκτός των άλλων και για το μέλλον των επενδύσεων στο περιβάλλον και το κοινωνικό κράτος.

Αν δεν υπάρξουν επομένως άλλου είδους τομές, πού θα βρει τα χρήματα ο νέος υπουργός για να εφαρμόσει περιβαλλοντική πολιτική; Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν είναι γνωστό ότι για τις

ΜΕ ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Ένα υπουργείο Περιβάλλοντος δεν θα αίρει τις αιτίες, αλλά όπως συνηθίζεται στη «νέα διακυβέρνηση», θα ωραιοποιεί απλώς την εικόνα του προβλήματος

μεγάλες καταστροφές από τις πρόσφατες δασικές πυρκαγιές υπεύθυνη ήταν η ακολουθούμενη τελευταία δημοσιονομική πολιτική, που «έκοψε» τα κονδύλια της δασικής προστασίας. Το παράδειγμα της Παιδείας, όπου παρά την ύπαρξη υπουργείου, οι δημόσιες επενδύσεις ακολουθούν φθίνουσα πορεία, είναι κάτι περισσότερο από διδακτικό…

Το δεύτερο ερώτημα αφορά στη θεσμική δυνατότητα του νέου υπουργείου να αντιμετωπίσει τα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα, όταν είναι γνωστό ότι οι αιτίες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης βρίσκονται στις αναπτυξιακές επιλογές. Πώς λοιπόν το νέο υπουργείο θα επιβάλει νέες αγροτικές, δασικές ή τουριστικές πολιτικές, συμβατές με τη φέρουσα ικανότητα της ελληνικής φύσης, όταν οι αντίστοιχοι τομείς βρίσκονται στην αρμοδιότητα άλλων υπουργείων, με άλλους σχεδιασμούς και διαφορετικές προτεραιότητες; Και κατ΄ επέκταση, πώς το νέο υπουργείο θα συνεργαστεί με τη ΔΕΗ για την προσαρμογή της ενεργειακής πολιτικής στις απαιτήσεις της καταπολέμησης του φαινομένου του θερμοκηπίου; Πώς, για παράδειγμα, θα εξαναγκαστεί η εισηγμένη στο χρηματιστήριο ΔΕΗ να μειώσει τον κύκλο των εργασιών της, αρνούμενη να προχωρήσει στη λειτουργία νέων ρυπογόνων μονάδων παραγωγής ενέργειας; Και πώς μια εταιρεία που λειτουργεί με στόχο την κερδοφορία θα υποχρεωθεί από το νέο υπουργείο να ακολουθήσει μια πολιτική εξοικονόμησης της ενέργειας, που θα την οδηγήσει σε μείωση των δυνάμει κερδών της; Αντίστοιχα προβλήματα βεβαίως ανακύπτουν και με τις εισηγμένες εταιρείες ύδρευσης, σε σχέση με τον στόχο της εξοικονόμησης του νερού.

Και, τέλος, πώς θα πεισθεί από ένα υπουργείο Περιβάλλοντος η ελληνική οικονομία να εγκαταλείψει το πετρέλαιο, γύρω από το οποίο διαπλέκονται πολλά και μεγάλα συμφέροντα, προκειμένου να στραφεί προς φιλικότερες για το περιβάλλον μορφές ενέργειας, όπως οι ΑΠΕ;

Ο κατάλογος των προβλημάτων που θα έχει να αντιμετωπίσει ο νέος υπουργός ασφαλώς και δεν τελειώνει εδώ. Αναδεικνύεται όμως ήδη μια προτεραιότητα, σημαντικότερη από αυτήν της ίδρυσης αυτόνομου υπουργείου. Πρόκειται για την απόκτηση μιας ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής πολιτικής με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας. Η οποία θα διατρέχει οριζόντια όλους τους επιμέρους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, για να διασφαλίζει τη δυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης στις αιτίες των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Γεγονός όμως που προϋποθέτει όχι απλώς την ύπαρξη ενός υπουργείου, αλλά πολύ περισσότερο μια μείζονα πολιτική αλλαγή και μια νέα, εντελώς διαφορετική δομή του κράτους.

Επιπλέον, η στροφή προς νέες μορφές «πράσινης» ανάπτυξης στις οποίες η περιβαλλοντική συνιστώσα θα είναι ενσωματωμένη με την οικονομική, θα απαντήσει στο καίριο ερώτημα της βιωσιμότητας των περιβαλλοντικών επενδύσεων. Όπως και η υιοθέτηση «πράσινων» λογαριασμών, προκειμένου το φυσικό κεφάλαιο να εισάγεται με θετικό, ενώ οι φυσικές καταστροφές με αρνητικό πρόσημο στους οικονομικούς δείκτες.

Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ.