Στη θέση για τα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια κάθεται μια ξανθιά εικοσάρα με απαθές βλέμμα. Μια πενηντάρα, όρθια, της κάνει νόημα. Της δείχνει την ταμπελίτσα, της δείχνει και μια ογδοντάρα που μόλις μπήκε και στάθηκε μπροστά της, να σηκωθεί, εννοεί, να δώσει τη θέση. Η εικοσάρα κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, μένει εντελώς απαθής.

Ξανθό άγαλμα, άψογη κέρινη κούκλα. Η ογδοντάρα όμως είδε, ακουμπά το μπράτσο της άλλης:

«Δεν πειράζει, λέει, άσε το παιδί, μπορεί να είναι κουρασμένο (9.30 το πρωί), εγώ δεν χρειάζομαι να καθήσω, στέκω όρθια μια χαρά, είμαι δυνατή, δεν έχω ανάγκη. Τα παιδιά είναι αλλιώτικα σήμερα, κουράζονται πολύ, δεν αντέχουν. Εμείς έχουμε άλλη φτιάξη φαίνεται. Είμαι γερό κόκαλο. Σαράντα χρόνια δούλεψα, καθαρίστρια ήμουνα, δεν ντρέπομαι να το πω. Τώρα πήρα σύνταξη και πάλιγελάει- καθαρίστρια είμαι! Μεγάλωσα τρία παιδιά, τα πάντρεψα και τα τρία!». Η νεαρή όλη αυτή την ώρα δεν έστριψε ούτε το κεφάλι στις δυο που μιλούσαν μισό μέτρο δίπλα της, όρθιες.

«Ευλογημένη είσαι!» είπε η νεώτερη στην πιο ηλικιωμένη κι εκείνη συνέχισε: «Παράπονο δεν έχω. Απέκτησα πέντε εγγόνια, τώρα και τα εγγόνια παντρεύονται. Ο μεγάλος μου παντρεύτηκε κιόλας!». «Να σου ζήσουν» η άλλη, «έκανες και δισέγγονα;». «Ε, όχι ακόμα, το καλοκαίρι παντρεύτηκαν, θα έρθουν και τα δισέγγονα!». Όρθωσε το κορμί της και γέλασε σε όλη την ομήγυρη, της ανταποδώσαμε το χαμόγελο όλοι, εκτός από τη νεαρή που κοίταζε απλανώς μπροστά και θα μπορούσε να είναι εγγονή της, γι΄ αυτό την άφηνε η γριά να κάθεται, το εννοούσε εκείνο το «τα παιδιά είναι κουρασμένα, άφησέ την». Δίκιο είχε, δεν χρειαζόταν βοήθεια, τα είχε όλα, ευλογημένη, ενώ η καημένη η μικρή…