Το γωνιακό με τα εποχικά βάζει χριστουγεννιάτικα μόλις ξεπουλήσει και το τελευταίο καλοκαιρινό φουσκωτό. Θα έπρεπε να κάνει ένα διάλειμμα με σχολικά, αλλά του έχουν κλέψει την πελατεία τα κουλτουριάρικα της περιοχής, τα βιβλιοχαρτοπωλεία. Οπότε κατευθείαν από το αντηλιακό στα φωτάκια που περιμένουν υπομονετικά το σκοτάδι του Δεκέμβρη, διστακτικό ακόμα, σαν το κρύο κι αυτό, κουρασμένο. Γεμίζει τη βιτρίνα στολίδια που τα προηγούμενα χρόνια πουλιόνταν σε ακριβά μαγαζιά κι ήταν πρωτότυπα, γουστόζικα, εντυπωσιακά, τώρα επαναλαμβάνο- νται σε φτηνές εκδόσεις, μαζικά, πολλαπλά, σε όλα τα μεγέθη, ελαφρώς παραλλαγμένα με κάτι σαν πατίνα ευτέλειας επάνω τους. Αγγελουδάκια που ήταν πέρσι τσαχπίνικα και ελκυστικά στο κεντρικό μαγαζί, ζωάκια έξυπνα κι ασυνήθιστα που είχες αυθόρμητα επιθυμήσει να τα βάλεις στη συλλογή σου, να φτιάξεις κάποια συλλογή, εδώ τώρα σε νέα έκδοση, άρεσαν κι επαναλαμβάνονται στο άπειρο, αλλά γιατί μοιάζουν να εγκατέλειψαν την πρωτοτυπία τους; Τι έχουν επάνω τους που τα κάνει να φαίνονται βαρετά, ενώ ήταν στην αρχή ακαταμάχητα; Μυστήριο πράγμα η επανάληψη, η αίσθηση ότι κάτι που ανακάλυψες σε μια μοναχική στιγμή και σου ψιθύρισε στο αυτί μια μικρή προσωπική αποκάλυψη, τώρα βγαίνει και φωνάζει το ίδιο πράγμα στα κεραμίδια, σε όλους, στον καθένα, επαναλαμβάνεται μέχρι να συγκινήσει και τον τελευταίο πιθανό πελάτη. Κι είναι στ΄ αλήθεια πιο χυδαία, όπως σου φαίνονται, είναι όντως «μαϊμούδες» όπως βιάζεσαι να διαπιστώσεις, σαν να ντρέπεσαι αναδρομικά για ό,τι πέρσι σε εντυπωσίασε ή απλώς δεν δέχεσαι εύκολα τον εκδημοκρατισμό τους; Παράξενο πράγμα το γούστο. Ευτυχώς υπάρχει η συνήθεια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, όπου μέσα στην πληθώρα θα συνυπάρξει το μοναδικό απόκτημα με ένα φτηνό αντίτυπο περασμένης μόδας, και ίσως ερωτευτούν το ένα το άλλο, όπως στα παραμύθια.