Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, δεκαετίες τώρα, με το που θα σηκωθώ το πρωί από το κρεβάτι, βάζω στο πικάπ τον ίδιο δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη: «Τα νεαρά ζευγάρια σαν αστέρια/ σ΄ ομορφαίνουν μαύρη πολιτεία/ Για μια στιγμή κρατιούνται από τα χέρια/ σκοτώνονται στην άλλη τη γωνία/ Παιδιά, και τον αντέξατε τον δύσκολο καιρό/ Δεν έχει ο έρωτας αρχή κι ο κόσμος τελειωμό/ Στο δρόμο περπατούνε αγκαλιασμένοι / κρυφομιλούνε σε κάποιο καφενείο/ κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι/ σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο».

Στέκομαι και λογαριάζω: τριάντα τέσσερα χρόνια από τον Νοέμβρη του ΄73. Και μετά λέω: οι ναζί φύγανε από την Ελλάδα το ΄44. Τριάντα τέσσερα, λοιπόν, χρόνια μετά το ΄44, το ΄78 δηλαδή, πόσοι θυμόντουσαν τους «συνεργάτες», τους χαφιέδες, τους «μασκοφόρους», τους δωσίλογους; (Πολλοί απ΄ αυτούς γινήκανε και δήμαρχοι… Κι ανέβηκαν κι ακόμη ψηλότερα…). Θέλω να πω: εδώ στην Ελλάδα ξεχνάμε. «Πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια», που λέει ο Ρίτσος. Και ακριβώς επειδή ξεχνάμε κι όσο περνάει ο καιρός θα ξεχνάμε περισσότερο, οφείλουμε να έχουμε πάντα στον νου μας- και να τη γιορτάζουμε- τη μεγαλειώδη εξέγερση των νέων του ΄73 κατά της χούντας.

Κάποτε θυμόμουν όλα σχεδόν τα παιδιά, δεκαοχτάρηδες και εικοσάρηδες, που γέμισαν το προαύλιο του Πολυτεχνείου, αψηφώντας τα τανκς και τα πολυβόλα του Παπαδόπουλου. Σήμερα ελάχιστα ονόματα μου έρχονται στον νου: Δαμανάκη, Λαλιώτης, Ανδρουλάκης, Τζουμάκας, Μπίστης, Μοροπούλου, Βαλαβάνη, Χατζησωκράτης, Παναγιώτου, Παπαχρήστου. Φυσάει, συνεχώς, ένας υγρός άνεμος και όλα τα σβήνει. Για να μένουμε στη μοναξιά μας και τη μιζέρια μας, και να μην ψηλώνουμε από υπερηφάνεια, ούτε τόσο δα, δυο πόντους, γι΄ αυτά τα σπουδαία, τα ηρωικά που έκαναν τ΄ αδέλφια μας, πριν από τριάντα τέσσερα χρόνια.

Και παρατήρησα, επίσης, ότι χωρίς να το θέλουμε, ίσως ανεπαισθήτως, απομακρύνουμε από το κάδρο με τους δολοφόνους, τους ναζί. Φανταστείτε ότι από το ΄65 ακόμη, όταν είχαμε γράψει με τον Ξαρχάκο την «Καισαριανή», πολύ της κακοφάνηκε της λογοκρισίας, που ένας στίχος έλεγε «Κάτω οι Γερμανοί»! Και, βέβαια, απαίτησε να τον διαγράψουμε. Μόλις είχε πέσει, βλέπετε, ο Παπανδρέου και τη χώρα την κυβερνούσαν οι αποστάτες: Νόβας, Μητσοτάκης, Τσιριμώκος, Παπασπύρου, Γαρουφαλιάς, Στεφανόπουλος…

Αλλά ας μην πηγαίνουμε τόσο μακριά: ο Νεγρεπόντης έγραψε με τον Λοΐζο, το σπουδαίο τραγούδι, «Το ακορντεόν». Σ΄ έναν στίχο του, ο Νεγρεπόντης τραγουδάει: «Γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα/ και μια ριπή σταμάτησε το ακορντεόν». Έτσι το ξέραμε όλοι το τραγούδι από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε. Σε διάφορες τελευταίες εκδόσεις δίσκων, όμως, βλέπουμε ότι τα «γερμανικά καμιόνια» εξαφανίζονται! Και στη θέση τους μπαίνουν… «στρατιωτικά καμιόνια»!

Εν πάση περιπτώσει. Δεκαεπτά Νοέμβρη, σήμερα. Να είμαστε καλά, για να τη γιορτάζουμε. Και να θυμίζουμε στα παιδιά και τα εγγόνια μας πως εκείνη τη νύχτα, ένα τσούρμο αγόρια και κορίτσια, τα βάλανε με τη χούντα, με κίνδυνο να συλληφθούν, να βασανιστούν, να εκτελεσθούν. Κάτι που δεν έγινε από μας, από τη μέγιστη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, στα επτά χρόνια της τυραννίας. Κι ας λέμε τώρα όλοι πως είμαστε «αντιστασιακοί». Πράγμα που δεν είπαν ποτέ, ο Τάσος Μήνης, ο Μουστακλής και τόσοι άλλοι…