«Είναι μύθος ή πραγματικότητα;» ρωτούσαν, αναφερόμενοι σε διάφορα θέματα της πρόσφατης ιστορίας μας, οι συνεργάτες των «Φακέλων» του Α. Παπαχελά το βράδυ της Τρίτης (7/3/2007) στην τηλεόραση του Μega, φέρνοντας και πάλι στο προσκήνιο το φλέγον ερώτημα της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας. Αφορμή η χλαπαταγή που έχει ξεσπάσει για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού και τα ερωτήματα βροχή: Υπήρξε το κρυφό σχολειό; Ο Γρηγόριος ο Ε΄ ήταν εθνομάρτυρας ή προδότης; Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης; Και από κοντά απορίες όπως: αν χρειαζόμαστε τους εθνωφελείς μύθους της ιστορίας μας ή αν οφείλουμε να τους διαλύσουμε. Το ίδιο υποτιθέμενο κυνήγι της αλήθειας συνεχίστηκε την επομένη και στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων που θεώρησαν ότι το θέμα έχρηζε περαιτέρω δημοσιογραφικής έρευνας και φιλοξένησαν στα παράθυρά τα γνωστά λουλούδια του τηλεοπτικού ανθόκηπου αλλά και κάποιους κατά τεκμήριο ιστορικούς.

Διακινδυνεύοντας την παραβίαση ανοικτών θυρών, ας συνδράμουμε στην εκστρατεία ενημέρωσης θυμίζοντας ένα μικρό περιστατικό, σχετικό με κάποιο από τα φλέγοντα αυτά θέματα. Στις 13 Αυγούστου του 1796 ο δραγομάνος του οθωμανικού στόλου Κωστάκης Χαντζερής στέλνει στους προεστούς της Σίφνου ένα έγγραφο. Εκεί οργισμένος τους γράφει ότι πληροφορήθηκε πως «ο εν τω ελληνικώ σχολείω μεγάλος οντάς, εν ω κάθηται ο διδάσκαλος και παραδίδει τα μαθήματα έπεσε προ μικρού» και η κοινότητα δεν αποκατέστησε τη ζημιά. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κ. Χαντζερής ότι ο μακαρίτης Μητροπολίτης Κυζίκου Αγάπιος είχε αφήσει 2.500 γρόσια στο κοινό της Σίφνου «υπέρ του ψυχικού του μνημοσύνου», διατάζει, «σφοδρώς και αποφασιστικώς», τους κοινοτικούς άρχοντες να διαθέσουν τους ετήσιους τόκους από αυτό το κληροδότημα για την επισκευή του σχολείου. Τους απειλεί μάλιστα ότι αν δεν μεριμνήσουν να προσφέρουν προσωπική εργασία όλοι οι κάτοικοι «κουβαλούντες οι μεν πέτρες, οι δε χώμα, οι δε ό,τι αν χρειασθή» ώστε να αποκατασταθεί η βλάβη το αργότερο μέχρι την πρώτη Οκτωβρίου, τότε «αφορήτους προσωπικάς παιδείας και ζημίας ανεπαισθήτους θέλετε ίδει διενεργουμένας καθ΄ υμών, ωσάν οπού αδιαφορείτε εις τα προς την βελτίωσιν του σχολείου σας, όπερ είναι και ο έπαινος και ο καλλωπισμός του τόπου σας». Ο ίδιος προστάζει επίσης τους Σίφνιους πρόκριτους να ξοδεύουν κάθε χρόνο τους τόκους του κληροδοτήματος αποκλειστικά και μόνον «εις μερεμέτι των οντάδων και εκκλησιών του ελληνικού σχολείου», τους ζητάει να φέρονται με την «προσήκουσαν φιλοφροσύνην» στον δάσκαλο και τέλος κλείνει την απανταχούσα του με την προειδοποίηση ότι όποιος δείξει «την παραμικρήν εναντιότητα» «η ζημία του είναι κάτεργον και εξ ολοκλήρου αφανισμός του».

Το έγγραφο αυτό δεν είναι άγνωστο στην ιστορική έρευνα αφού έχει εκδοθεί πριν από σαράντα χρόνια, το 1967, από τον Βασίλη Σφυρόερα σε μελέτη του με έγγραφα της Σίφνου, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επετηρίδα του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Στο έγγραφο περιλαμβάνεται καταρχήν μία σίγουρη πληροφορία ότι ο συγκεκριμένος δραγομάνος του στόλου, τη δεδομένη εκείνη στιγμή, διατάζει τις κοινοτικές αρχές ενός νησιού των Κυκλάδων να μεριμνήσουν για τη λειτουργία ελληνικού σχολείου. Αυτό αποτελεί μια παραδοχή, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αποδόμηση, αποσάθρωση ή άλλη τέλος πάντων σχετικοκρατική προσέγγιση. Ένσταση θα μπορούσε να εγερθεί ενδεχομένως για τη γνησιότητα του εγγράφου, η ύπαρξη όμως και άλλων ανάλογων τεκμηρίων την καθιστά, ως προς την ουσία του περιεχομένου του, μάλλον περιττή.

Αν απομακρυνθούμε όμως από το γεγονός αυτό καθεαυτό, οι ερμηνείες και οι σκέψεις που γεννά το ντοκουμέντο- όπως και άλλα παρόμοια- για την παιδεία στις περιοχές που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία, μπορούν να είναι ποικίλες και αντικρουόμενες και ενδεχομένως απλοϊκές. Είναι προφανές όμως ότι μια δεύτερη, προσεκτικότερη ανάγνωση του εγγράφου θα έδειχνε ότι τα φαινόμενα είναι πιο σύνθετα. Το συγκεκριμένο ελληνικό σχολείο της Σίφνου, για παράδειγμα, φέρεται να λειτουργεί με μέριμνα της κοινότητας, σε γνωστά στις οθωμανικές αρχές εκκλησιαστικά κτίρια, ενισχύεται από κληροδότημα που κατέλιπε υψηλόβαθμος ορθόδοξος μητροπολίτης και βρίσκεται υπό την προστασία ενός ισχυρού χριστιανού Έλληνα αξιωματούχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο τελευταίος, θεράπων του σουλτανικού καθεστώτος αλλά ταυτόχρονα και κήρυκας του Διαφωτισμού, έχει- τη δυστυχώς λησμονημένη πλέον- πεποίθηση ότι η γνώση και η μόρφωση αποτελούν αυταξία και η ίδρυση σχολείων αναγκαιότητα.

Όλα αυτά βέβαια είναι προ πολλού κοινοί τόποι για όσους ασχολούνται με την ιστορική έρευνα. Όπως συμβαίνει όμως με όλες τις επιστήμες, οι νέες προσεγγίσεις χρειάζονται χρόνο να δοκιμαστούν και κατόπιν να διαχυθούν ώστε αφενός μεν να αποτελέσουν τμήμα της κοινής γνώσης και αφετέρου, μετά την αναγκαία διήθηση των πιο ουσιαστικών τους στοιχείων, να τροφοδοτήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Ενδεχομένως στην περίπτωση της σύγχρονης ελληνικής ιστορικής έρευνας η καθυστέρηση στη διασπορά της νέας γνώσης στην κοινωνία να είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που θα εθεωρείτο αναμενόμενη και αναγκαία. Όσο εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό, ερωτήματα του τύπου αν το κρυφό σχολειό ήταν αλήθεια ή ψέμα θα διεκδικούν μονολεκτικές απαντήσεις, παραβλέποντας το γεγονός ότι εκτός από τους μύθους και τις πραγματικότητες υπάρχουν και οι μπούρδες, που πάντοτε αποδεικνύονται πιο ανθεκτικές και πιο επικίνδυνες. Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι ιστορικός στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.