Ξ αναδιάβασα ένα από τα καλύτερα έργα της σύγχρονης πεζογραφίας μας: τη νουβέλα του Θανάση Βαλτινού Μπλε βαθύ,σχεδόν μαύρο (Εστία, 2006). Πρόκειται για έναν κοφτό με δραματικά στοιχεία μονόλογο που συμπυκνώνει και παρουσιάζει πολλά θέματα: τον έρωτα, την ψευδαίσθηση του έρωτα, τη φιλία, την απώλεια, τη μοναξιά, το πέρασμα του χρόνου, τα γηρατειά, τον θάνατο. Και όλα αυτά δεμένα σφιχτά, ενώ το ένα ζήτημα εισέρχεται στο άλλο αβίαστα, χωρίς παύσεις, δίχως περιττές λεπτομέρειες. Έτσι μένουν τα ουσιώδη σ΄ έναν λόγο πυκνό και συνάμα λιτό. Η ιστορία της αφηγήτριας θα μπορούσε λίγο ώς πολύ να είναι η ιστορία του καθενός. Αλλάζουν οι δραστηριότητες, οι διάφορες εκφάνσεις της ζωής. Η μοίρα του καθενός άλλωστε είναι κοινή: η αρχή και το τέλος, η σιωπή. Ορισμένα στοιχεία του βιβλίου, οι ανεπιτήδευτες διεισδυτικές και υπαρξιακές του πινελιές, φέρνουν στον νου το πρόσφατο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ Καθένας (Πόλις, 2006), το οποίο είναι μια σπουδή στην απώλεια και τον θάνατο.

Και αν καθετί έρχεται και παρέρχεται, παραμένει ωστόσο η μνήμη ή όπως υπογραμμίζει η αφηγήτρια: «Τώρα θα πέσω σε μια μακριά σιωπή… Με το ταβόρ βέβαια δεν ξεχνάς, απλώς πέφτεις σε έναν κάπως μονοκόμματο ύπνο. Σαν να σου παραμερίζει προσωρινά τη μνήμη. Αλλά η μνήμη δεν παραμερίζεται. Η μνήμη είναι.